πολιάτας: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, θηλ. πολιᾱτις, -άτιδος, Α<br />(αιολ. και δωρ. τ. του [[πολιήτης]]) <b>βλ.</b> [[πολίτης]]. | |mltxt=ὁ, θηλ. πολιᾱτις, -άτιδος, Α<br />(αιολ. και δωρ. τ. του [[πολιήτης]]) <b>βλ.</b> [[πολίτης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολιάτας:''' ὁ, Δωρ. αντί [[πολιήτης]], αντίθ. προς [[ξεῖνος]], σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:19, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾱτ], α, ὁ, Aeol. and Dor. for πολιήτης, opp. ξένος, Alc.Supp.14.6, Id.Oxy.1233 Fr.22.3, Pi.I.1.51, Leg.Gort.10.35, lsyll. 21.
German (Pape)
[Seite 655] ὁ, dor. = πολιήτης, Pind. I. 1, 51, im Ggstz von ξένος.
Greek (Liddell-Scott)
πολιάτας: ὁ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ πολιήτης, ἀντίθετον τῷ ξεῖνος, Πινδ. Ι. 1. 74.
English (Slater)
πολιᾱτας
1 citizen κέρδος ὕψιστον δέκεται πολιατᾶν καὶ ξένων γλώσσας ἄωτον (I. 1.51)
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. πολιᾱτις, -άτιδος, Α
(αιολ. και δωρ. τ. του πολιήτης) βλ. πολίτης.
Greek Monotonic
πολιάτας: ὁ, Δωρ. αντί πολιήτης, αντίθ. προς ξεῖνος, σε Πίνδ.