δυσέξοδος: Difference between revisions
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσέξοδος]], -ον (AM)<br />αυτός από τον οποίο εξέρχεται [[κανείς]] με [[δυσκολία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δυσθεράπευτος]]. | |mltxt=[[δυσέξοδος]], -ον (AM)<br />αυτός από τον οποίο εξέρχεται [[κανείς]] με [[δυσκολία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δυσθεράπευτος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσέξοδος:''' -ον, αυτός από τον οποίο δύσκολα βγαίνει, εξέρχεται καποιος, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to get out of, Arist.Pol.1330b26, Lyc.1099, Paus.2.31.1: metaph., ἐρώτησις Luc.Fug.10. 2 hard to remedy, Hp.Epid.4.30.
German (Pape)
[Seite 679] von schwierigem Ausgang; Hippocr.; τινί, Arist. Polit. 7, 11; Sp., wie Lycophr. 1099.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέξοδος: -ον, ὁ ἐξ οὗ δυσκόλως τις ἐξέρχεται, Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 6. 2) δυσίατος, δυσθεράπευτος, Ἱππ. 1133.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 dont l’issue est difficile;
2 dont l’issue est funeste HPC (maladie).
Étymologie: δυσ-, ἔξοδος.
Spanish (DGE)
-ον
1 del que es difícil salir, que hace difícil la salida c. dat. de pers. (πύργος) δ. δὲ καὶ τοῖς μετὰ ἀδείας βαδίζουσιν I.BI 7.293, sin rég. πορθμός Plu.2.981a, πράγματα ἀμήχανα καὶ δυσέξοδα Eun.Hist.18.6.41, en metáf. τὰς δυσεξόδους ζητῶν κελεύθους ... βρόχου ref. al vestido sin costuras que causó la muerte a Agamenón, Lyc.1099
•fig. de difícil respuesta ἐρωτήσεις Luc.Fug.10
•subst. τό τε ἐκ τοῦ λαβυρίνθου δυσέξοδον la difícil salida del laberinto Paus.2.31.1, τὰ δυσέξοδα los lugares de difícil salida Paus.4.18.6
•difícil de atravesar, inaccesible τόπος ... ποταμοὺς ἔχων καὶ χαράδρας δυσεξόδους D.S.19.26, cf. Aristid.Or.49.20.
2 difícil de remediar medic. τοῖσι δὲ πολλοῖσι δυσέξοδον τοῦτο de síntomas de enfermedades, Hp.Epid.4.30.
Greek Monolingual
δυσέξοδος, -ον (AM)
αυτός από τον οποίο εξέρχεται κανείς με δυσκολία
αρχ.
δυσθεράπευτος.
Greek Monotonic
δυσέξοδος: -ον, αυτός από τον οποίο δύσκολα βγαίνει, εξέρχεται καποιος, σε Αριστ.