λαχανισμός: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαχανισμός]], ὁ (Α) [[λαχανίζω]]<br /><b>1.</b> το [[κόψιμο]] και [[μάζεμα]] λαχάνων («ἐπὶ λαχανισμὸν καὶ φρυγάνων ξυλλογὴν ἐξελθόντες», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ίππο) η [[βρώση]] χόρτων.
|mltxt=[[λαχανισμός]], ὁ (Α) [[λαχανίζω]]<br /><b>1.</b> το [[κόψιμο]] και [[μάζεμα]] λαχάνων («ἐπὶ λαχανισμὸν καὶ φρυγάνων ξυλλογὴν ἐξελθόντες», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ίππο) η [[βρώση]] χόρτων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''λᾰχᾰνισμός:''' ὁ, [[κοπή]] ή [[συλλογή]] λαχάνων, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 19:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰχᾰνισμός Medium diacritics: λαχανισμός Low diacritics: λαχανισμός Capitals: ΛΑΧΑΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: lachanismós Transliteration B: lachanismos Transliteration C: lachanismos Beta Code: laxanismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A cutting or gathering of vegetables, ἐπὶ -ισμὸν ἐξελθεῖν Th.3.111, cf. PTeb.117.73 (i B.C.).    II being at grass, of horses, Hippiatr.129.

German (Pape)

[Seite 20] ὁ, das Abschneiden u. Sammeln der Gemüse od. Küchenkräuter, καὶ συλλογὴ φρυγάνων vrbdt Thuc. 3, 111.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰχᾰνισμός: ὁ, τὸ κόπτειν ἢ συλλέγειν λάχανα, ἐπὶ λαχανισμὸν ἐξελθεῖν Θουκ. 3. 111.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de cueillir ou de récolter des légumes.
Étymologie: λάχανον.

Greek Monolingual

λαχανισμός, ὁ (Α) λαχανίζω
1. το κόψιμο και μάζεμα λαχάνων («ἐπὶ λαχανισμὸν καὶ φρυγάνων ξυλλογὴν ἐξελθόντες», Θουκ.)
2. (για ίππο) η βρώση χόρτων.

Greek Monotonic

λᾰχᾰνισμός: ὁ, κοπή ή συλλογή λαχάνων, σε Θουκ.