τρικόρυθος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(42) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />[[τρίκορυς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κόρυθος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόρυς]], -<i>υθος</i> «[[κεφάλι]], [[περικεφαλαία]]»), <b>πρβλ.</b> [[εὐκόρυθος]]. | |mltxt=-ον, Α<br />[[τρίκορυς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κόρυθος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόρυς]], -<i>υθος</i> «[[κεφάλι]], [[περικεφαλαία]]»), <b>πρβλ.</b> [[εὐκόρυθος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρῐκόρῠθος:''' -ον και τρί-κορυς, -ῠθος, ὁ, αυτός που έχει [[περικεφαλαία]] με τριπλό [[λοφίο]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, = sq.,
A Αἴας E.Or.1480 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐκόρῠθος: -ον, = τρίκορυς, τρικόρυθος Αἴας Εὐρ. Ὀρέστ. 1480.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. τρίκορυς.
Greek Monolingual
-ον, Α
τρίκορυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κόρυθος (< κόρυς, -υθος «κεφάλι, περικεφαλαία»), πρβλ. εὐκόρυθος.
Greek Monotonic
τρῐκόρῠθος: -ον και τρί-κορυς, -ῠθος, ὁ, αυτός που έχει περικεφαλαία με τριπλό λοφίο, σε Ευρ.