συνεγγισμός: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[συνεγγίζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συνεγγίζω]].
|mltxt=ὁ, Α [[συνεγγίζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συνεγγίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεγγισμός:''' ὁ, [[πλησίασμα]] από κοινού, αμοιβαία [[προσέγγιση]], [[σύγκλιση]], λέγεται για αστερισμούς, σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 19:22, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεγγισμός Medium diacritics: συνεγγισμός Low diacritics: συνεγγισμός Capitals: ΣΥΝΕΓΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: synengismós Transliteration B: synengismos Transliteration C: syneggismos Beta Code: suneggismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A approach, nearness, of constellations, Str.3.5.9, Ptol.Geog.1.13.1, etc.; τῆς ἀποτέξεως Sor.1.66; πρὸς τὴν ἀρετήν Arr.Epict.1.4.8.

German (Pape)

[Seite 1009] ὁ, Annäherung; Strab. 3, 5, 9; Ggstz ἀπόστασις, S. Emp. pyrrh. 3, 66.

Greek (Liddell-Scott)

συνεγγισμός: ὁ, τὸ συνεγγίζειν, πλησιάζειν ὁμοῦ, ἐπὶ ἀστερισμῶν, Στράβ. 174, Πτολ., κλπ.· τῆς ἀποτέξεως Σωραν. περὶ Γυναικ. Παθ. σ. 78 πρὸς τὴν ἀρετὴν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 4, 8.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de se rapprocher tout à fait.
Étymologie: συνεγγίζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνεγγίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνεγγίζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνεγγίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνεγγίζω.

Greek Monotonic

συνεγγισμός: ὁ, πλησίασμα από κοινού, αμοιβαία προσέγγιση, σύγκλιση, λέγεται για αστερισμούς, σε Στράβ.