σύγκλιση

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

Greek Monolingual

η / σύγκλισις, -ίσεως, ΝΑ συγκλίνω
η κατεύθυνση από διάφορα σημεία προς ένα και το ίδιο σημείο
νεοελλ.
1. βιολ. ομοιότητα μορφής μεταξύ δύο ειδών τα οποία ζουν στο ίδιο περιβάλλον, μετατίθενται με τις ίδιες διαδικασίες, αν πρόκειται για ζώα, αλλά δεν έχουν στενή φυλογενετική συγγένεια
2. γλωσσ. φαινόμενο κατά το οποίο διαλεκτικές μορφές που υπάγονται στην ίδια γλώσσα, ή ακόμη και γλώσσες διαφορετικές, αναπτύσσουν με το πέρασμα του χρόνου κοινά χαρακτηριστικά είτε στη μορφολογία είτε στη δομή τους, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να έρχονται πιο κοντά η μία στην άλλη και να εμφανίζουν μεγαλύτερη ομοιότητα
3. φυσιολ. η κατεύθυνση τών οπτικών αξόνων και η προσήλωση του βλέμματος και τών δύο ματιών προς το παρατηρούμενο αντικείμενο έτσι ώστε να σχηματιστεί το είδωλό του στην ωχρά κηλίδα για κάθε μάτι, κίνηση που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση της απόστασης, όταν το ορώμενο αντικείμενο βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη τών τριών μέτρων
4. μαθημ. η ιδιότητα μιας μεταβλητής ποσότητας να τείνει προς ορισμένο πεπερασμένο όριο (α. «σύγκλιση ακολουθίας» β. «σύγκλιση σειράς»)
5.φυσ. μέγεθος χαρακτηριστικό ενός οπτικού συστήματος, η τιμή του οποίου είναι θετική, όταν το σύστημα είναι συγκλίνον, και αρνητική, όταν αυτό είναι αποκλίνον, μέγεθος που είναι ίσο με το αντίστροφο της εστιακής απόστασης του οπτικού συστήματος και εκφράζεται σε διοπτρίες
6. φρ. α) «βλεμματική σύγκλιση»
φυσιολ. η κατεύθυνση τών οπτικών αξόνων και η προσήλωση του βλέμματος και τών δύο ματιών προς το παρατηρούμενο αντικείμενο κατά την όραση από κοντά, έτσι ώστε να σχηματιστεί το είδωλο του στην ωχρά κηλίδα για κάθε μάτι
β) «ατμοσφαιρική σύγκλιση»
(μετεωρ.) η συσσώρευση του αέρα λόγω της άφιξής του κατά οριζόντια διεύθυνση πάνω από μια συγκεκριμένη περιοχή, φαινόμενο που συνοδεύεται από μια ταυτόχρονη κατακόρυφη αντισταθμιστική κίνησή του
γ) «ζώνη σύγκλισης»
(μετεωρ.) η περιοχή πάνω από την οποία συσσωρεύεται ο αέρας κατά το φαινόμενο της ατμοσφαιρικής σύγκλισης
δ) «ενδοτροπική ζώνη σύγκλισης»
(μετεωρ.) περιοχή στην επιφάνεια του πλανήτη, όπου παρατηρείται έντονη δυναμική ανύψωση, η οποία επηρεάζεται και από ποικίλες θερμικές διαδικασίες
ε) «ωκεανική σύγκλιση»
ωκεαν. συνάντηση σε ένα σημείο ή σε μια ωκεάνια ζώνη θαλάσσιων ρευμάτων που μεταφέρουν υδάτινες μάζες με διαφορετικά φυσικοχημικά χαρακτηριστικά
αρχ.
η διαμόρφωση κάποιου, ιδίως του εδάφους, ώστε να συγκλίνουν όλα τα μέρη και να σχηματίζεται κοιλότητα.