ἐποίκτιστος: Difference between revisions
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(14) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐποίκτιστος]], -ον (Α) [[εποικτίζω]]<br />αυτός για τον οποίο νιώθει [[κανείς]] οίκτο, ο [[αξιολύπητος]]. | |mltxt=[[ἐποίκτιστος]], -ον (Α) [[εποικτίζω]]<br />αυτός για τον οποίο νιώθει [[κανείς]] οίκτο, ο [[αξιολύπητος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐποίκτιστος:''' -ον, [[αξιολύπητος]], [[θλιβερός]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:22, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A pitiable, A.Ag.1221.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποίκτιστος: -ον, ἄξιος οἴκτου, ἄθλιος, οἰκτρός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1221.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne de pitié, lamentable.
Étymologie: adj. verb. de ἐποικτίζω.
Greek Monolingual
ἐποίκτιστος, -ον (Α) εποικτίζω
αυτός για τον οποίο νιώθει κανείς οίκτο, ο αξιολύπητος.
Greek Monotonic
ἐποίκτιστος: -ον, αξιολύπητος, θλιβερός, σε Αισχύλ.