δοριθήρατος: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δοριθήρατος]], -ον (AM)<br />αυτός τον οποίο καταδίωξαν και αιχμαλώτισαν στον πόλεμο. | |mltxt=[[δοριθήρατος]], -ον (AM)<br />αυτός τον οποίο καταδίωξαν και αιχμαλώτισαν στον πόλεμο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δορῐθήρᾱτος:''' -ον ([[θηράω]]), αυτός που έχει θηρευθεί, αυτός που έχει καταληφθεί, αιχμαλωτισθεί από [[δόρυ]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hunted and taken by the spear, E.Hec.103 (anap.), Tr.574 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 658] mit dem Speere, im Kriege erjagt; Eur. Hec. 105; σκῦλα Troad. 574.
Greek (Liddell-Scott)
δορῐθήρατος: -ον, ὁ θηραθεὶς καὶ ληφθεὶς διὰ τοῦ δόρατος, Εὐρ. Ἐκ. 105, Τρω. 574.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
pris à la guerre.
Étymologie: δόρυ, θηράομαι.
Spanish (DGE)
(δορῐθήρᾱτος) -ον
capturado por las armas, de pers. hecho prisionero por las armas δούλη ... λόγχης αἰχμῇ δ. E.Hec.103, de cosas σκύλοις τε Φρυγῶν δοριθηράτοις E.Tr.574.
Greek Monolingual
δοριθήρατος, -ον (AM)
αυτός τον οποίο καταδίωξαν και αιχμαλώτισαν στον πόλεμο.
Greek Monotonic
δορῐθήρᾱτος: -ον (θηράω), αυτός που έχει θηρευθεί, αυτός που έχει καταληφθεί, αιχμαλωτισθεί από δόρυ, σε Ευρ.