κόψιχος: Difference between revisions
(21) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κόψιχος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[κότσυφας]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kops</i>(<i>o</i>)-, η οποία προήλθε πιθ. από ηχομίμηση. Συνδέεται με το αρχ. σλαβ. <i>kosu</i> «[[κοτσύφι]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>kopso</i>-) και εμφανίζει κατάλ. -<i>ι</i>-<i>χος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μείλ</i>-<i>ι</i>-<i>χος</i>). Ο τ. [[κόσσυφος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κόψυ</i>-<i>φος</i> με [[αφομοίωση]]. Εμφανίζει κατάλ. -<i>φος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>άργυ</i>-<i>φος</i>). Στα μεσαιωνικά [[χρόνια]] μεταπλάστηκε σε <i>κόσσυφας</i> και από τον τ. αυτό προήλθε το νεοελλ. [[κότσυφας]]]. | |mltxt=[[κόψιχος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[κότσυφας]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kops</i>(<i>o</i>)-, η οποία προήλθε πιθ. από ηχομίμηση. Συνδέεται με το αρχ. σλαβ. <i>kosu</i> «[[κοτσύφι]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>kopso</i>-) και εμφανίζει κατάλ. -<i>ι</i>-<i>χος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μείλ</i>-<i>ι</i>-<i>χος</i>). Ο τ. [[κόσσυφος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κόψυ</i>-<i>φος</i> με [[αφομοίωση]]. Εμφανίζει κατάλ. -<i>φος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>άργυ</i>-<i>φος</i>). Στα μεσαιωνικά [[χρόνια]] μεταπλάστηκε σε <i>κόσσυφας</i> και από τον τ. αυτό προήλθε το νεοελλ. [[κότσυφας]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κόψῐχος:''' ὁ, μαυροκότσυφας, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A = κόσσυφος 1, Ar.Av.305, 806, 1081, Aristopho 10.5, Anaxil.22.21. II = κόσσυφος 11, Orib.inc.13.25.
German (Pape)
[Seite 1498] ὁ, att. = κόσσυφος; Ath. II, 65 d VI, 238 d; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κόψῐχος: ὁ, = κόσσυφος, «κότσυφας», Ἀριστοφ. Ὄρ. 306, 806, 1081, Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 5, Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 21.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
att. c. κόσσυφος, merle, oiseau.
Greek Monolingual
κόψιχος, ὁ (Α)
1. ο κότσυφας
2. είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kops(o)-, η οποία προήλθε πιθ. από ηχομίμηση. Συνδέεται με το αρχ. σλαβ. kosu «κοτσύφι» (< kopso-) και εμφανίζει κατάλ. -ι-χος (πρβλ. μείλ-ι-χος). Ο τ. κόσσυφος < κόψυ-φος με αφομοίωση. Εμφανίζει κατάλ. -φος (πρβλ. άργυ-φος). Στα μεσαιωνικά χρόνια μεταπλάστηκε σε κόσσυφας και από τον τ. αυτό προήλθε το νεοελλ. κότσυφας].
Greek Monotonic
κόψῐχος: ὁ, μαυροκότσυφας, σε Αριστοφ.