κυαμοτρώξ: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυαμοτρώξ]], -ῶγος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρώγει κυάμους<br /><b>2.</b> αυτός που ψηφίζει όποιον του δίνει περισσότερα χρήματα («[[κυαμοτρώξ]]<br />ὡς τῶν ψηφιζόντων [[ἀργύριον]] λαμβανόντων και χειροτονούντων τοὺς δίδοντας τὸ [[πλέον]]», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύαμος]] <span style="color: red;">+</span> [[τρώξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρώγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θηλακο</i>-[[τρώξ]], <i>φυλλο</i>-[[τρώξ]].
|mltxt=[[κυαμοτρώξ]], -ῶγος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρώγει κυάμους<br /><b>2.</b> αυτός που ψηφίζει όποιον του δίνει περισσότερα χρήματα («[[κυαμοτρώξ]]<br />ὡς τῶν ψηφιζόντων [[ἀργύριον]] λαμβανόντων και χειροτονούντων τοὺς δίδοντας τὸ [[πλέον]]», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύαμος]] <span style="color: red;">+</span> [[τρώξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρώγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θηλακο</i>-[[τρώξ]], <i>φυλλο</i>-[[τρώξ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κυᾰμοτρώξ:''' -ῶγος, ὁ ([[τρώγω]]), αυτός που τρώει φασόλια, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰμοτρώξ Medium diacritics: κυαμοτρώξ Low diacritics: κυαμοτρώξ Capitals: ΚΥΑΜΟΤΡΩΞ
Transliteration A: kyamotrṓx Transliteration B: kyamotrōx Transliteration C: kyamotroks Beta Code: kuamotrw/c

English (LSJ)

ῶγος, ὁ,

   A bean-eater, Ar.Eq.41 (with allusion to κυαμος 11).

German (Pape)

[Seite 1521] ῶγος, ὁ, Bohnenfresser, heißt der Richter Ar. Equ. 41, mit Anspielung auf das Wählen durch Bohnen, vgl. Schol.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰμοτρώξ: -ῶγος, ὁ, ὁ τρώγων κυάμους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 41, πρβλ. Λυσ. 537, 690, ― ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν πολιτικὴν χρῆσιν τῶν κυάμων ἐν Ἀθήναις˙ ἴδε κύαμος ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ῶγος (ὁ) :
mangeur de fèves.
Étymologie: κύαμος, τραγεῖν.

Greek Monolingual

κυαμοτρώξ, -ῶγος, ὁ (Α)
1. αυτός που τρώγει κυάμους
2. αυτός που ψηφίζει όποιον του δίνει περισσότερα χρήματα («κυαμοτρώξ
ὡς τῶν ψηφιζόντων ἀργύριον λαμβανόντων και χειροτονούντων τοὺς δίδοντας τὸ πλέον», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + τρώξ (< τρώγω), πρβλ. θηλακο-τρώξ, φυλλο-τρώξ.

Greek Monotonic

κυᾰμοτρώξ: -ῶγος, ὁ (τρώγω), αυτός που τρώει φασόλια, σε Αριστοφ.