μελίρρυτος: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(24)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μελίρρυτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που το [[στόμα]] του στάζει [[μέλι]], [[μελιστάλαχτος]], [[μελισταγής]] («τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας» — τους [[τρεις]] Ιεράρχες)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] [[γλυκός]] σαν το [[μέλι]] («[[φωνή]] μελίρρυτη»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμό</i>-<i>ρρυτος</i>, <i>αλί</i>-<i>ρρυτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μελίρρυτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που το [[στόμα]] του στάζει [[μέλι]], [[μελιστάλαχτος]], [[μελισταγής]] («τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας» — τους [[τρεις]] Ιεράρχες)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] [[γλυκός]] σαν το [[μέλι]] («[[φωνή]] μελίρρυτη»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμό</i>-<i>ρρυτος</i>, <i>αλί</i>-<i>ρρυτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελίρρῠτος:''' -ον ([[ῥέω]]), αυτός που ρέει [[μέλι]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίρρῠτος Medium diacritics: μελίρρυτος Low diacritics: μελίρρυτος Capitals: ΜΕΛΙΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: melírrytos Transliteration B: melirrytos Transliteration C: melirrytos Beta Code: meli/rrutos

English (LSJ)

ον, = foreg.,

   A κρῆναι Pl. Ion 534b.

Greek (Liddell-Scott)

μελίρρῠτος: -ον, = τῷ προηγ., κρῆναι Πλάτ. Ἴων 534Α, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 6. 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui laisse couler le miel.
Étymologie: μέλι, ῥέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μελίρρυτος, -ον)
1. αυτός που το στόμα του στάζει μέλι, μελιστάλαχτος, μελισταγής («τοὺς μελιρρύτους ποταμούς τῆς σοφίας» — τους τρεις Ιεράρχες)
2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλιφωνή μελίρρυτη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. αιμό-ρρυτος, αλί-ρρυτος].

Greek Monotonic

μελίρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που ρέει μέλι, σε Πλάτ.