ἐκλυτήριος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκλυτήριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[απαλλαγή]] από το [[κακό]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἐκλυτήριον</i><br />εξιλαστήρια [[θυσία]] ή [[προσφορά]].
|mltxt=[[ἐκλυτήριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[απαλλαγή]] από το [[κακό]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἐκλυτήριον</i><br />εξιλαστήρια [[θυσία]] ή [[προσφορά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκλῠτήριος:''' -ον ([[ἐκλύω]]), αυτός που βοηθά ή είναι [[κατάλληλος]] για [[απαλλαγή]] ή [[απελευθέρωση]]· <i>ἐκλυτήριον</i>, <i>τό</i>, [[απαλλαγή]], [[σωτηρία]], σε Σοφ.· εξιλεωτική [[θυσία]] ή [[προσφορά]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλῠτήριος Medium diacritics: ἐκλυτήριος Low diacritics: εκλυτήριος Capitals: ΕΚΛΥΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: eklytḗrios Transliteration B: eklytērios Transliteration C: eklytirios Beta Code: e)kluth/rios

English (LSJ)

ον,

   A bringing release, S.OT392: -τήριον, τό, expiatory offering, E.Ph.969.

German (Pape)

[Seite 768] zum Auslösen, Befreien gehörig, dienend; Soph. O. R. 392; τὸ ἐκλ., sc. ἱερόν, Sühnopfer, Eur. Phoen. 969.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλῠτήριος: -ον, ὁ συντελῶν ἢ κατάλληλος πρὸς ἀπολύτρωσιν· - ἐκλυτήριον, τό, ἀπαλλαγή, σωτηρία, Σοφ. Ο. Τ. 392· ἱλαστήριος θυσίαπροσφορά, Εὐρ. Φοίν. 969.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne l’affranchissement, la délivrance.
Étymologie: ἐκλύω.

Spanish (DGE)

(ἐκλῠτήριος) -ον
que libra o salva, salvador πῶς οὐχ ... ηὔδας τι τοῖσδ' ἀστοῖσιν ἐκλυτήριον; ¿cómo es que no dijiste a estos ciudadanos ninguna palabra salvadora? S.OT 392
neutr. subst. τὸ ἐ. rescate, redención αὐτὸς ... θνῄσκειν ἕτοιμος πατρίδος ἐ. yo mismo estoy dispuesto a morir como rescate por la patria E.Ph.969.

Greek Monolingual

ἐκλυτήριος, -ον (Α)
1. αυτός που συντελεί στην απαλλαγή από το κακό
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἐκλυτήριον
εξιλαστήρια θυσία ή προσφορά.

Greek Monotonic

ἐκλῠτήριος: -ον (ἐκλύω), αυτός που βοηθά ή είναι κατάλληλος για απαλλαγή ή απελευθέρωση· ἐκλυτήριον, τό, απαλλαγή, σωτηρία, σε Σοφ.· εξιλεωτική θυσία ή προσφορά, σε Ευρ.