προαρπάζω: Difference between revisions
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[αρπάζω]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]]. | |mltxt=Α<br />[[αρπάζω]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προαρπάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> και <i>-ξω</i>, [[αρπάζω]] από [[πριν]], σε Λουκ.· μεταφ., [[προαρπάζω]] τὸ λεγόμενον, [[προλαμβάνω]] τα συμπεράσματα των άλλων, [[προτρέχω]] βιαστικά, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 30 December 2018
English (LSJ)
A snatch away before, ὥσπερ ἰκτῖνος τὰ ὄψα Luc.Tim.54: metaph., τὴν δόξαν J.AJ13.5.8; τὴν ἡγεμονίαν τινί ib.20.8.2, cf. Luc. Tox.6, etc.; π. ἀλλήλων τὰ λεγόμενα snap at a conclusion, anticipate hastily, Pl.Grg.454c; τὸ ζητούμενον π. ὡς ὁμολογούμενον S.E.M.1.157.
German (Pape)
[Seite 709] (s. ἁρπάζω), vorwegnehmen, -reißen; ἀλλήλων τὰ λεγόμενα, Plat. Gorg. 454 c; oft bei Sp., wie Luc. Tim. 54 Tox. 6 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
προαρπάζω: ἁρπάζω πρότερον, ὥσπερ ἰκτῖνος τὰ ὄψα Λουκ. Τίμ. 54· μεταφορ., πρ. ἀλλήλων τὸ λεγόμενον, ἐσπευσμένως νὰ προλαμβάνωμεν τὰ συμπεράσματα ἀλλήλων, Πλάτ. Γοργ. 454C· τὸ ζητούμενον πρ. ὡς ὁμολογούμενον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 157, πρβλ. Λουκ. Τόξ. 6. κτλ.
French (Bailly abrégé)
enlever d’avance ou auparavant ; fig. anticiper sur, acc..
Étymologie: πρό, ἁρπάζω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
προαρπάζω: μέλ. -σω και -ξω, αρπάζω από πριν, σε Λουκ.· μεταφ., προαρπάζω τὸ λεγόμενον, προλαμβάνω τα συμπεράσματα των άλλων, προτρέχω βιαστικά, σε Πλάτ.