πυρπόλημα: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήματος, τὸ, Α [[πυρπολῶ]]<br />[[νυχτερινός]] [[πυρσός]] για αυτούς που ταξιδεύουν διά μέσου της θάλασσας. | |mltxt=-ήματος, τὸ, Α [[πυρπολῶ]]<br />[[νυχτερινός]] [[πυρσός]] για αυτούς που ταξιδεύουν διά μέσου της θάλασσας. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πυρπόλημα:''' -ατος, τό, [[σημάδι]], [[σινιάλο]] από [[φωτιά]], [[πυρσός]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A watch-fire, beacon, E.Hel.767.
German (Pape)
[Seite 824] τό, das Wachtfeuer, – das durch Feuer Verwüstete, Eur. Hel. 773.
Greek (Liddell-Scott)
πυρπόλημα: τό, φρυκτωρία, πυρὰ χάριν τῶν πλεόντων, τὰ Ναυπλίου τ’ Εὐβοϊκὰ πυρπολήματα Εὐρ. Ἑλ. 767.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ravage ou destruction par le feu.
Étymologie: πυρπολέω.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α πυρπολῶ
νυχτερινός πυρσός για αυτούς που ταξιδεύουν διά μέσου της θάλασσας.
Greek Monotonic
πυρπόλημα: -ατος, τό, σημάδι, σινιάλο από φωτιά, πυρσός, σε Ευρ.