οἰκείωμα: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκείωμα]], τὸ (Α) [[οικειώ]]<br /><b>1.</b> [[σχέση]] συνάφειας με [[κάτι]], ωφέλιμη [[επίδραση]], χρήσιμη [[σχέση]] («τοιοῡτον ἔχειν τι [[οἰκείωμα]] πρὸς τὴν ἄμπελον εἰκὸς τὴν Αἰτναίαν σποδόν», Στραβ.)<br /><b>2.</b> ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, [[ιδιορρυθμία]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ οἰκειώματα</i><br />οικογενειακή [[υπόθεση]].
|mltxt=[[οἰκείωμα]], τὸ (Α) [[οικειώ]]<br /><b>1.</b> [[σχέση]] συνάφειας με [[κάτι]], ωφέλιμη [[επίδραση]], χρήσιμη [[σχέση]] («τοιοῡτον ἔχειν τι [[οἰκείωμα]] πρὸς τὴν ἄμπελον εἰκὸς τὴν Αἰτναίαν σποδόν», Στραβ.)<br /><b>2.</b> ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, [[ιδιορρυθμία]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ οἰκειώματα</i><br />οικογενειακή [[υπόθεση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰκείωμα:''' -ατος, τό, [[συγγένεια]], φιλική [[σχέση]], σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 19:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκείωμα Medium diacritics: οἰκείωμα Low diacritics: οικείωμα Capitals: ΟΙΚΕΙΩΜΑ
Transliteration A: oikeíōma Transliteration B: oikeiōma Transliteration C: oikeioma Beta Code: oi)kei/wma

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,

   A private or family affairs, Metrod.Fr.59.    2 affinity, πρός τι Str.6.2.3.    3 special feature, advantage, Epicur. Sent.Vat.41 (pl.), D.H.Rh.7.5.

German (Pape)

[Seite 299] τό, das Angeeignete, zum Freunde oder Verwandten Gewonnene, Verwandtschaft, D. Hal. rhet. 7, 5; übertr., τοιοῦτον ἔχειν τι οἰκείωμα πρὸς τὴν ἄμπελον τὴν Αἰτναίαν σποδόν, Strab. 6, 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκείωμα: τό, συγγένεια, σχέσις, πρός τι Στράβ. 269. 2) ἰδιορρυθμία, Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητορ. 7. 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 rapport de parenté ou d’amitié;
2 p. ext. rapport naturel, rapport de conformité.
Étymologie: οἰκειόω.

Greek Monolingual

οἰκείωμα, τὸ (Α) οικειώ
1. σχέση συνάφειας με κάτι, ωφέλιμη επίδραση, χρήσιμη σχέση («τοιοῡτον ἔχειν τι οἰκείωμα πρὸς τὴν ἄμπελον εἰκὸς τὴν Αἰτναίαν σποδόν», Στραβ.)
2. ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ιδιορρυθμία
3. στον πληθ. τὰ οἰκειώματα
οικογενειακή υπόθεση.

Greek Monotonic

οἰκείωμα: -ατος, τό, συγγένεια, φιλική σχέση, σε Στράβ.