ἑκατόζυγος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(10)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑκατόζυγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει [[εκατό]] καθίσματα κωπηλατών<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μεγάλο αριθμό κουπιών.
|mltxt=[[ἑκατόζυγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει [[εκατό]] καθίσματα κωπηλατών<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μεγάλο αριθμό κουπιών.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑκᾰτόζῠγος:''' -ον ([[ζυγόν]]), αυτός που έχει [[εκατό]] καθίσματα για κωπηλάτες, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 19:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκατόζῠγος Medium diacritics: ἑκατόζυγος Low diacritics: εκατόζυγος Capitals: ΕΚΑΤΟΖΥΓΟΣ
Transliteration A: hekatózygos Transliteration B: hekatozygos Transliteration C: ekatozygos Beta Code: e(kato/zugos

English (LSJ)

ον,

   A with 100 benches for rowers, Il.20.247.

German (Pape)

[Seite 752] mit hundert Ruderbänken, Il. 20, 247.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτόζῠγος: -ον, ἔχων ἑκατὸν θρανία κωπηλατῶν, οὐδ’ ἂν νηῦς ἑκατόζυγος ἄχθος ἄροιτο, «ὑπὸ ἑκατὸν ἐρετῶν ἐλαυνομένη· ζυγὰ γὰρ αἱ τῶν ἐρεσσόντων καθέδραι» (Σχόλ.), Ἰλ. Υ. 247.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cent bancs de rameurs, càd énorme.
Étymologie: ἑκατόν, ζυγός.

English (Autenrieth)

with a hundred benches, νηῦς, an hyperbole, Il. 20.247†.

Spanish (DGE)

(ἑκατόζῠγος) -ον
que tiene cien bancos de remeros οὐδ' ἂν νηῦς ἑ. ἄχθος ἄροιτο Il.20.247.

Greek Monolingual

ἑκατόζυγος, -ον (Α)
1. (για πλοίο) αυτός που έχει εκατό καθίσματα κωπηλατών
2. αυτός που έχει μεγάλο αριθμό κουπιών.

Greek Monotonic

ἑκᾰτόζῠγος: -ον (ζυγόν), αυτός που έχει εκατό καθίσματα για κωπηλάτες, σε Ομήρ. Ιλ.