δυσέκλυτος: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσέκλυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λύνεται δύσκολα<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα ξεδιαλύνεται.
|mltxt=[[δυσέκλυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λύνεται δύσκολα<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα ξεδιαλύνεται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσέκλῠτος:''' -ον ([[ἐκλύω]]), [[δύσκολος]] να διαλυθεί, να επιλυθεί, [[δυσδιάλυτος]], [[δυσεπίλυτος]]· επίρρ. <i>-τως</i>, αδιαλύτως, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 19:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσέκλῠτος Medium diacritics: δυσέκλυτος Low diacritics: δυσέκλυτος Capitals: ΔΥΣΕΚΛΥΤΟΣ
Transliteration A: dyséklytos Transliteration B: dyseklytos Transliteration C: dyseklytos Beta Code: duse/klutos

English (LSJ)

ον,

   A hard to undo, τέχνημα A.Fr.375 (Dind. δυσέκδυτον hard to escape from); δόξα Ph.1.192, cf. Vett.Val.71.23, al. Adv. -τως indissolubly, A.Pr.60.

German (Pape)

[Seite 678] schwer aufzulösen, VLL.; adv., Aesch. Prom. 60; – schwer zu erklären, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέκλῠτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ λύσῃ τις, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 435 (ὁ Δινδ. δυσέκδυτον, ὃν δύσκολον εἶνε να διαφύγῃ τις). ― Ἐπίρρ. -τως, ἀδιαλύτως, ὁ αὐτ. Πρ. 60.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à défaire, à dissoudre.
Étymologie: δυσ-, ἐκλύω.

Spanish (DGE)

(δυσέκλῠτος) -ον
I 1difícil de desentrañar, de resolver λαβυρινθώδης καὶ δ. δόξα Ph.1.192, τὰ βιωτικὰ πράγματα Hom.Clem.1.8.2, ἡ στύψις Gal.12.906.
2 a lo que es difícil poner fin τὰ κακά Heph.Astr.3.40.16, τὰ χαλεπά Vett.Val.69.9, cf. 263.23
fig. tenaz, persistente αἱ μνῆμαι Basil.M.31.1380B.
3 insensible, cruel glos. a δυσηλεγής Sch.Hes.Th.652.
II adv. -ως de modo que no se pueda soltar ἄραρεν ἥδε γ' ὠλένη δ. A.Pr.60.

Greek Monolingual

δυσέκλυτος, -ον (Α)
1. αυτός που λύνεται δύσκολα
2. αυτός που δύσκολα ξεδιαλύνεται.

Greek Monotonic

δυσέκλῠτος: -ον (ἐκλύω), δύσκολος να διαλυθεί, να επιλυθεί, δυσδιάλυτος, δυσεπίλυτος· επίρρ. -τως, αδιαλύτως, σε Αισχύλ.