εὐοδέω: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />avoir un chemin facile, s’ouvrir facilement un passage.<br />'''Étymologie:''' [[εὔοδος]].
|btext=-ῶ :<br />avoir un chemin facile, s’ouvrir facilement un passage.<br />'''Étymologie:''' [[εὔοδος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐοδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[εὔοδος]]), έχω ελεύθερο [[πέρασμα]] ή δίοδο, λέγεται για τρεχούμενο [[νερό]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 19:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐοδέω Medium diacritics: εὐοδέω Low diacritics: ευοδέω Capitals: ΕΥΟΔΕΩ
Transliteration A: euodéō Transliteration B: euodeō Transliteration C: evodeo Beta Code: eu)ode/w

English (LSJ)

   A have a free course or passage, of running water, D.55.10; of bodily secretions, Arist.GA725a35, etc.; of trees, have root-room, Thphr.HP1.6.4:—impers. in Pass., εὐοδεῖται there is a free passage, Arist.GA739a35.    2 metaph., fare well, prosper, εὐοδῶν πορεύομαι Theopomp.Com.74, cf. Ph.1.430, Procl.Hyp.4.31; κατὰ τὸν βίον Herm. in Phdr.p.155 A.; τέχναι, ψυχή εὐ., Ph.1.687, 240; εὐώδει σοι τὰ πράγματα ib.145; ἀπόδειξις -οῦσα πρὸς τὰ συμπεράσματα Dam.Pr. 376; [ἡ ἀρετὴ] . . προϊοῦσα εὐοδεῖ M.Ant.6.17; εὐόδει, on a gravestone, IG12(7).449.

German (Pape)

[Seite 1084] guten Weg, guten Fortgang haben; vom Wasser, ᾑ μὲν ἂν εὐοδῇ, φέρεται κάτω κατὰ τὴν ὁδόν Dem. 55, 10; ῥεῖ ὅπου ἂν εὐοδήσῃ τοῦ σώματος, wo es im Körper einen Gang, Ausgang findet, Arist. gen. anim. 1, 18; Sp. – Pass., εὐοδεῖ. ται τῷ σπέρματι Arist. gen. anim. 2, 4.

Greek (Liddell-Scott)

εὐοδέω: ἔχω ἐλευθέραν ὁδὸν ἢ δίοδον, ἐπὶ ῥέοντος ὕδατος, Δημ. 1274. 19, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 50, κ. ἀλλ. - ἀπροσ. ἐν τῷ Παθ., εὐοδεῖται, ὑπάρχει ἐλευθέρα δίοδος, ὁ αὐτ. 3. 4, 24. 2) μεταφ., «πηγαίνω καλά», εὐτυχῶ, εὐοδῶν πορεύομαι Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ.˙ 10˙ ἡ ἀρετή... προϊοῦσα εὐοδεῖ Μ. Ἀντών. 6. 17˙ χαῖρε καὶ σὺ κεὐόδει, ἐπὶ ἐπιτυμβίου πλακός, Συλλ. Ἐπιγρ. 1956, πρβλ. 1907˙ 9. 3706.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir un chemin facile, s’ouvrir facilement un passage.
Étymologie: εὔοδος.

Greek Monotonic

εὐοδέω: μέλ. -ήσω (εὔοδος), έχω ελεύθερο πέρασμα ή δίοδο, λέγεται για τρεχούμενο νερό, σε Δημ.