συμπίτνω: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[συμπίπτω]].
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[συμπίπτω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπίτνω:''' ποιητ. αντί συμ-[[πίπτω]], όταν η παραλήγουσα είναι βραχεία·<br /><b class="num">I.</b> [[πέφτω]] ή [[προσκρούω]] μαζί, λέγεται για τα κύματα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[συντρέχω]], [[συνεργώ]], στον ίδ.· με δοτ., σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 19:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπίτνω Medium diacritics: συμπίτνω Low diacritics: συμπίτνω Capitals: ΣΥΜΠΙΤΝΩ
Transliteration A: sympítnō Transliteration B: sympitnō Transliteration C: sympitno Beta Code: sumpi/tnw

English (LSJ)

poet. for συμπίπτω,

   A fall or dash together, of waves, A. Pr.432 (lyr.).    II concur, πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν συμπίτνουσιν ἵμεροι Id.Ch.299; δίκᾳ . . οὐ σ. κακόν E.Hec.1029 (lyr., dub. l.); δεινόν γε, θνητοῖς ὡς ἅπαντα σ. ib.846; μοι ἐς ταὐτὸν . . σ. meets me exactly here, ib. 966.

Greek (Liddell-Scott)

συμπίτνω: ποιητ. ἀντὶ συμπίπτω ὅταν ἡ λήγουσα πρέπῃ νὰ εἶναι βραχεῖα (ἴδε ἐν λ. πίτνω), ἐπὶ κυμάτων συμπιπτόντων κατ’ ἀλλήλων, Αἰσχύλ. Πρ. 432. ΙΙ. βοηθῶ, συνεργῶ, συντρέχω, πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν ξυμπίτνουσιν ἵμεροι Αἰσχύλ. Χο. 299· δίκᾳ... οὐ ξ. κακὸν Εὐρ. Ἑκ. 1030· δεινόν γε, θνητοῖς ὡς ἅπαντα σ. αὐτόθι 846· ἐς ταυτὸν ἥδε συμπίτνει δμωὶς σέθεν, μὲ συναντᾷ ἀκριβῶς ἐδῶ, αὐτόθι 966.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
συμπίπτω;
1 tomber ou se heurter ensemble;
2 tomber ensemble sur, rencontrer, τινι ; abs. se rencontrer.
Étymologie: σύν, πίτνω.

English (Slater)

συμπίτνω
   1 fall along with in wrestling. ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς (ἀκμᾷ Pauw: αἰχμᾷ codd.: sc. Μέλισσος) (I. 4.51)

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) βλ. συμπίπτω.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) βλ. συμπίπτω.

Greek Monotonic

συμπίτνω: ποιητ. αντί συμ-πίπτω, όταν η παραλήγουσα είναι βραχεία·
I. πέφτω ή προσκρούω μαζί, λέγεται για τα κύματα, σε Αισχύλ.
II. συντρέχω, συνεργώ, στον ίδ.· με δοτ., σε Ευρ.