προπολεμέω: Difference between revisions
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />combattre pour, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πολεμέω]]. | |btext=-ῶ :<br />combattre pour, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πολεμέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προπολεμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω πόλεμο [[χάριν]] κάποιου ή για την [[υπεράσπιση]] κάποιου άλλου, <i>τινός</i>, σε Ισοκρ. κ.λπ.· [[ὑπέρ]] τινος, σε Πλάτ.· απόλ., <i>οἱ προπολεμοῦντες</i>, φύλακες, πρόμαχοι ή υπερασπιστές πόλης, στον ίδ.· <i>τὸ προπολεμῆσον</i>, [[σώμα]] που πρόκειται να λειτουργήσει ως [[εμπροσθοφυλακή]], σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 30 December 2018
English (LSJ)
A make war for or in defence of, τῆς χώρας Isoc.14.33; τῶν ἄλλων Plb.2.48.1, etc.; τισὶ τῆς ἀρχῆς with . . for . ., D.H.6.49; ὑπὲρ [τῆς πόλεως] Pl.R.429b, cf.OGI56.12(Canopus, iii B.C.): abs., οἱ προπολεμοῦντες the guards or defenders of a country, Pl.R.423a; τὸ προπολεμοῦν ib.442b, 547d, Arist.Pol.1279b3; τὸ προπολεμῆσον the body intended to act as guards, ib.1291a7.
German (Pape)
[Seite 740] vor Einem od. eher als ein Anderer für Einen Krieg führen; προπολεμεῖ τε καὶ στρατεύεται ὑπὲρ αὐτῆς Plat. Rep. IV, 429 b, öfter; τῶν ἄλλων Pol. 2, 48, 1; τῆς Βιθυνίας Plut. Luc. 6.
Greek (Liddell-Scott)
προπολεμέω: πολεμῶ ὑπέρ τινος, ἡ Βοιωτία προπολεμεῖ τῆς ἡμετέρας χώρας Ἰσοκρ. 302Ε· προπολεμεῖν τῆς Ἀσίας Πολύβ. 2. 48, 1, κτλ.· ὃς αὐτοῖς προπολεμήσει τῆς ἀρχῆς Διον. Ἁλ. 6. 49· ὑπέρ τινος Πλάτ. Πολ. 429Β· ἀπολ., οἱ προπολεμοῦντες, οἱ ὑπερασπισταί, πρόμαχοι χώρας τινός, αὐτόθι 423Α· οὕτω, τὸ προπολεμοῦν αὐτόθι 442Β, 547D, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 7, 4· τὸ προπολεμῆσον, τὸ σῶμα τὸ μέλλον νὰ προπολεμήσῃ, αὐτόθι 4. 4, 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
combattre pour, gén..
Étymologie: πρό, πολεμέω.
Greek Monotonic
προπολεμέω: μέλ. -ήσω, κάνω πόλεμο χάριν κάποιου ή για την υπεράσπιση κάποιου άλλου, τινός, σε Ισοκρ. κ.λπ.· ὑπέρ τινος, σε Πλάτ.· απόλ., οἱ προπολεμοῦντες, φύλακες, πρόμαχοι ή υπερασπιστές πόλης, στον ίδ.· τὸ προπολεμῆσον, σώμα που πρόκειται να λειτουργήσει ως εμπροσθοφυλακή, σε Αριστ.