χιλιαρχία: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[χιλίαρχος]]<br /><b>1.</b> το [[αξίωμα]] του χιλιαρχου<br /><b>2.</b> στρατιωτικό [[σώμα]] χιλίων, [[περίπου]], [[ανδρών]] που διοικούσε [[χιλίαρχος]] (α. «μέ στείλανε... με τη [[χιλιαρχία]] του Τζαβέλλα», Βλαχογ.<br />β. «ἀπώλεσαν ἐκεῑ ὡς μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> περσική στρατιωτική [[περιφέρεια]]<br /><b>2.</b> [[χιλιετηρίδα]]. | |mltxt=η, ΝΜΑ [[χιλίαρχος]]<br /><b>1.</b> το [[αξίωμα]] του χιλιαρχου<br /><b>2.</b> στρατιωτικό [[σώμα]] χιλίων, [[περίπου]], [[ανδρών]] που διοικούσε [[χιλίαρχος]] (α. «μέ στείλανε... με τη [[χιλιαρχία]] του Τζαβέλλα», Βλαχογ.<br />β. «ἀπώλεσαν ἐκεῑ ὡς μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> περσική στρατιωτική [[περιφέρεια]]<br /><b>2.</b> [[χιλιετηρίδα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χῑλιαρχία:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[αξίωμα]] του <i>χιλίαρχου</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> το [[αξίωμα]] των tribuni militares, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A office or post of χιλίαρχος, X.Cyr.4.1.4. 2 office of tribunus militum Plu. Cam.38, al., D.C.59.29; ἀπὸ τριῶν χ., = Lat. tribus militiis, IGRom. 4.1204 (Thyatira). II unit under the command of a χιλίαρχος, corps of 1024 men, Ascl.Tact.2.10, Ael.Tact.9.6, Arr.Tact.10.5. 2 = χιλιάς, LXXNu.31.48, 1 Ma.5.13. 3 Persian military district, AJA 16.13 (Sardis, iv/iii B. C.). III = χιλιετηρίς, applied to work by Asinius Quadratus, St.Byz. s.v. Ὀξύβιοι (cf. χιλιάς 11).
German (Pape)
[Seite 1355] ἡ, das Amt od. die Würde des χιλιάρχης, Xen. Cyr. 4, 1,4.
Greek (Liddell-Scott)
χῑλιαρχία: ἡ, ἀξίωμα ἢ ὑπούργημα τοῦ χιλιάρχου, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4.1, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 3484, Πλούτ. 2) τὸ ἀξίωμα τῶν tribuni militares, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 38. ΙΙ. = χιλιάς, χιλιανδρία, δηλ. ἀριθμὸς ἀνδρῶν διοικουμένων ὑπὸ χιλιάρχου, ἀπώλεσαν ἐκεὶ ὡς μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν Ἑβδ. (Μακκ. Πρῶτ. κεφ. Ε΄, 13).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 fonction de chiliarque;
2 fonction de tribun militaire à Rome.
Étymologie: χιλίαρχος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ χιλίαρχος
1. το αξίωμα του χιλιαρχου
2. στρατιωτικό σώμα χιλίων, περίπου, ανδρών που διοικούσε χιλίαρχος (α. «μέ στείλανε... με τη χιλιαρχία του Τζαβέλλα», Βλαχογ.
β. «ἀπώλεσαν ἐκεῑ ὡς μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν», ΠΔ)
αρχ.
1. περσική στρατιωτική περιφέρεια
2. χιλιετηρίδα.
Greek Monotonic
χῑλιαρχία: ἡ,
1. αξίωμα του χιλίαρχου, σε Ξεν.
2. το αξίωμα των tribuni militares, στον ίδ.