ταγεία: Difference between revisions
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α [[ταγεύω]]<br />το [[αξίωμα]] και το [[λειτούργημα]] του ταγού. | |mltxt=ἡ, Α [[ταγεύω]]<br />το [[αξίωμα]] και το [[λειτούργημα]] του ταγού. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τᾱγεία:''' ἡ, το [[αξίωμα]] ή [[υπούργημα]] του <i>ταγοῦ</i>, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A office or rank of ταγός, X.HG6.4.34.
German (Pape)
[Seite 1063] ὴ, Amt, Würde des ταγός, das Beherrschen, der Oberbefehl, die oberste Leitung, Anführung, bes. in Thessalien, Xen. Hell. 6, 4, 34.
Greek (Liddell-Scott)
τᾱγεία: ἡ, τὸ ἀξίωμα ἢ ὑπούργημα τοῦ ταγοῦ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 34.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
charge de ταγός.
Greek Monolingual
ἡ, Α ταγεύω
το αξίωμα και το λειτούργημα του ταγού.