ὀροδαμνίς: Difference between revisions

From LSJ

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀροδαμνίς]], ἡ (Α) [[ορόδαμνος]]<br />[[μικρός]] [[κλάδος]], [[κλαδάκι]], [[κλωνάρι]].
|mltxt=[[ὀροδαμνίς]], ἡ (Α) [[ορόδαμνος]]<br />[[μικρός]] [[κλάδος]], [[κλαδάκι]], [[κλωνάρι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀροδαμνίς:''' -[[ίδος]], ἡ, υποκορ. του επόμ., [[βλασταράκι]], [[κλαδάκι]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀροδαμνίς Medium diacritics: ὀροδαμνίς Low diacritics: οροδαμνίς Capitals: ΟΡΟΔΑΜΝΙΣ
Transliteration A: orodamnís Transliteration B: orodamnis Transliteration C: orodamnis Beta Code: o)rodamni/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dim. of ὀρόδαμνος,

   A sprig, spray, Theoc.7.138.

German (Pape)

[Seite 385] ίδος, ἡ, dim. von ὀρόδαμνος, Theocr. 7, 138.

Greek (Liddell-Scott)

ὀροδαμνίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ ὀρόδαμνος, κλαδίσκος, κλωνάριον, Θεόκρ. 7. 138.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
dim. de ὀρόδαμνος.

Greek Monolingual

ὀροδαμνίς, ἡ (Α) ορόδαμνος
μικρός κλάδος, κλαδάκι, κλωνάρι.

Greek Monotonic

ὀροδαμνίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του επόμ., βλασταράκι, κλαδάκι, σε Θεόκρ.