σιτολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[στρατιώτης]] που μετείχε σε [[ομάδα]] συγκέντρωσης σιτηρών και άλλων τροφίμων, με [[διαρπαγή]], σε [[ξένη]] [[χώρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[φύλακας]] δημόσιας σιταποθήκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[στρατιώτης]] που μετείχε σε [[ομάδα]] συγκέντρωσης σιτηρών και άλλων τροφίμων, με [[διαρπαγή]], σε [[ξένη]] [[χώρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[φύλακας]] δημόσιας σιταποθήκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σιτολόγος:''' ὁ ([[λέγω]]), αυτός που συλλέγει [[δημητριακά]] ή ζωοτροφές με επιδρομές.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτολόγος Medium diacritics: σιτολόγος Low diacritics: σιτολόγος Capitals: ΣΙΤΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: sitológos Transliteration B: sitologos Transliteration C: sitologos Beta Code: sito/logos

English (LSJ)

(parox.), ὁ,

   A collector of corn, keeper of the public granary, PHib.1.42.4 (iii B.C.), Sammelb.4512.12 (ii B.C.), Ostr.295, PAmh.2.59 (ii B.C.), PTeb.123.5 (i B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 885] Getreide od. übh. Fourage lesend, sammelnd, herbeischaffend, fouragirend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτολόγος: ὁ, (λέγω) ὁ συλλέγων σῖτον ἢ ζωοτροφίας, Ἐπιγραφ. Αἰγ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 486b. A, πρβλ. σιταγέρτης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
collecteur de blé.
Étymologie: σῖτος, λέγω².

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
στρατιώτης που μετείχε σε ομάδα συγκέντρωσης σιτηρών και άλλων τροφίμων, με διαρπαγή, σε ξένη χώρα
αρχ.
ο φύλακας δημόσιας σιταποθήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -λόγος].

Greek Monotonic

σιτολόγος: ὁ (λέγω), αυτός που συλλέγει δημητριακά ή ζωοτροφές με επιδρομές.