νηκερδής: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(27)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νηκερδής]], -ές (Α)<br />αυτός που δεν αποφέρει όφελος, ο [[χωρίς]] [[κέρδος]], [[ασύμφορος]], [[ανωφελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κερδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρδος]]), <b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>κερδής</i>, <i>δυσ</i>-<i>κερδής</i>].
|mltxt=[[νηκερδής]], -ές (Α)<br />αυτός που δεν αποφέρει όφελος, ο [[χωρίς]] [[κέρδος]], [[ασύμφορος]], [[ανωφελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κερδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρδος]]), <b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>κερδής</i>, <i>δυσ</i>-<i>κερδής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νηκερδής:''' -ές (νη-, [[κέρδος]]), αυτός που δεν αποφέρει [[κέρδος]], σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 19:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηκερδής Medium diacritics: νηκερδής Low diacritics: νηκερδής Capitals: ΝΗΚΕΡΔΗΣ
Transliteration A: nēkerdḗs Transliteration B: nēkerdēs Transliteration C: nikerdis Beta Code: nhkerdh/s

English (LSJ)

ές,

   A without gain, unprofitable, νηκερδέα βουλήν Il.17.469; ἔπος νηκερδὲς ἔειπες Od.14.509.

Greek (Liddell-Scott)

νηκερδής: -ές, (νη-) ἄνευ κέρδους, ἀνωφελής, νηκερδέα βουλὴν Ἰλ. Ρ. 469· ἔπος νηκερδὲς ἔειπεν Ὀδ. Ξ. 509.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans profit, inutile.
Étymologie: νη-, κέρδος.

English (Autenrieth)

ές (κέρδος): profitless, useless.

Greek Monolingual

νηκερδής, -ές (Α)
αυτός που δεν αποφέρει όφελος, ο χωρίς κέρδος, ασύμφορος, ανωφελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -κερδής (< κέρδος), πρβλ. α-κερδής, δυσ-κερδής].

Greek Monotonic

νηκερδής: -ές (νη-, κέρδος), αυτός που δεν αποφέρει κέρδος, σε Όμηρ.