μισάμπελος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μισάμπελος]], -ον (Α)<br />αυτός που μισεί τα αμπέλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἄμπελος]].
|mltxt=[[μισάμπελος]], -ον (Α)<br />αυτός που μισεί τα αμπέλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἄμπελος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῑσάμπελος:''' -ον, αυτός που αποστρέφεται το [[κρασί]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσάμπελος Medium diacritics: μισάμπελος Low diacritics: μισάμπελος Capitals: ΜΙΣΑΜΠΕΛΟΣ
Transliteration A: misámpelos Transliteration B: misampelos Transliteration C: misampelos Beta Code: misa/mpelos

English (LSJ)

ον,

   A hating the vine, App.Anth.4.20.

German (Pape)

[Seite 189] den Weinstock hassend, κρήνη, Ep. ad 198 (App. 100).

Greek (Liddell-Scott)

μῑσάμπελος: -ον, ὁ μισῶν τὴν ἄμπελον, πηγὴν μισάμπελον Ἀνθ. Π. παράρτ. 100.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ennemi de la vigne.
Étymologie: μισέω, ἄμπελος.

Greek Monolingual

μισάμπελος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τα αμπέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἄμπελος.

Greek Monotonic

μῑσάμπελος: -ον, αυτός που αποστρέφεται το κρασί, σε Ανθ.