ἐγχειρητής: Difference between revisions
From LSJ
Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἐγχειρητής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χειρουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επιχειρεί [[κάτι]]. | |mltxt=ο (AM [[ἐγχειρητής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χειρουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επιχειρεί [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐγχειρητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που αναλαμβάνει ένα [[έργο]], [[ριψοκίνδυνος]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who undertakes, καινῶν ἔργων Ar. Av.257; πράξεως Ph.2.27: abs., Adam.Phgn.2.39.
German (Pape)
[Seite 713] ὁ, der Etwas angreift, Unternehmer, Ar. Av. 258 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχειρητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιχειρῶν τι, ὁ ἐπιλαμβανόμενός τινος, ῥιψοκίνδυνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 257.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui entreprend, entreprenant, aventurier.
Étymologie: ἐγχειρέω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
emprendedor c. gen. καινῶν ἔργων τ' ἐ. Ar.Au.257, πράξεως Ph.2.27, cf. Adam.2.39.
Greek Monolingual
ο (AM ἐγχειρητής)
νεοελλ.
χειρουργός
αρχ.
αυτός που επιχειρεί κάτι.
Greek Monotonic
ἐγχειρητής: -οῦ, ὁ, αυτός που αναλαμβάνει ένα έργο, ριψοκίνδυνος, σε Αριστοφ.