ῥιζοφάγος: Difference between revisions
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
(36) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[ῥιζοφάγος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που τρώει ρίζες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ριζοφάγος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων που ζουν [[μέσα]] σε στοές στον φλοιό τών δέντρων | |mltxt=ο / [[ῥιζοφάγος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που τρώει ρίζες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ριζοφάγος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων που ζουν [[μέσα]] σε στοές στον φλοιό τών δέντρων | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥιζοφάγος:''' [ᾰ], -ον ([[φαγεῖν]]), αυτός που τρώει ρίζες, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 30 December 2018
English (LSJ)
(parox.), ον,
A eating roots, Arist.HA595a16, PA662b14; οἱ Ῥ. Root-eaters, name of an Ethiopian tribe in D.S.3.23, Str.16.4.9.
German (Pape)
[Seite 843] Wurzeln essend; Arist. H. A. 8, 6 part. an. 3, 1; D. Sic. 3, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιζοφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων ῥίζας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6, 2, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 17· οἱ Ῥιζοφάγοι, ὄνομα Αἰθιοπικῆς τινος φυλῆς παρὰ Διόδ. 3. 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se nourrit de racines.
Étymologie: ῥίζα, φαγεῖν.
Greek Monolingual
ο / ῥιζοφάγος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που τρώει ρίζες
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο ριζοφάγος
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων που ζουν μέσα σε στοές στον φλοιό τών δέντρων
Greek Monotonic
ῥιζοφάγος: [ᾰ], -ον (φαγεῖν), αυτός που τρώει ρίζες, σε Αριστ.