πλεθριαῖος: Difference between revisions
νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / πλεθριαῑος, -αία, -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[μήκος]] ενός πλέθρου («[[γέφυρα]] πλεθριαία τὸ [[πλάτος]]», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλέθρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μεδιμν</i>-<i>ιαίος</i>)]. | |mltxt=-α, -ο / πλεθριαῑος, -αία, -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[μήκος]] ενός πλέθρου («[[γέφυρα]] πλεθριαία τὸ [[πλάτος]]», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλέθρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μεδιμν</i>-<i>ιαίος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλεθριαῖος:''' -α, -ον ([[πλέθρον]]), [[πλατύς]] ή [[φαρδύς]] ίσα με ένα [[πλέθρο]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A of the size of a πλέθρον, φοίνικες X.Cyr.7.5.11; ποταμὸς τὸ εὖρος π. Id.An.1.5.4; γέφυρα π. τὸ πλάτος οὖσα Pl.Criti. 116a; δράκων μῆκος π. Str.16.2.17.
German (Pape)
[Seite 628] von der Größe des πλέθρον; Plat. τὴν γέφυραν πλεθριαίαν τὸ πλάτος οὖσαν, Critia. 116 a; Xen. Cyr. 7, 5, 11 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πλεθριαῖος: -α, -ον, ἑνὸς πλέθρου, ἰσόμετρος πλέθρῳ, φοίνικες Ξεν. Κύρ. 7. 5, 11· ποταμὸς τὸ εὖρος πλ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 5. 4. γέφυρα πλ. τὸ πλάτος οὖσα Πλάτ. Κριτί. 116Α· δράκων μῆκος πλ. Στράβ. 755.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de la longueur ou de l’étendue d’un arpent.
Étymologie: πλέθρον.
Greek Monolingual
-α, -ο / πλεθριαῑος, -αία, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει μήκος ενός πλέθρου («γέφυρα πλεθριαία τὸ πλάτος», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέθρον + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. μεδιμν-ιαίος)].
Greek Monotonic
πλεθριαῖος: -α, -ον (πλέθρον), πλατύς ή φαρδύς ίσα με ένα πλέθρο, σε Ξεν.