ἐξαναστέφω: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(12) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξαναστέφω]] (Α)<br />[[στολίζω]] με [[στεφάνι]], [[στεφανώνω]] («θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῷ κομήτην [[αὖθις]] ἐξανέστεφον», <b>Ευρ.</b>). | |mltxt=[[ἐξαναστέφω]] (Α)<br />[[στολίζω]] με [[στεφάνι]], [[στεφανώνω]] («θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῷ κομήτην [[αὖθις]] ἐξανέστεφον», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξαναστέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στεφανώνω]] με στεφάνια λουλουδιών, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 30 December 2018
English (LSJ)
strengthd. for ἀναστέφω, E.Ba.1055.
German (Pape)
[Seite 868] ganz bekränzen, Eur. Bacch. 1055.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναστέφω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ ἀναστέφω, Εὐρ. Βάκχ. 1055.
French (Bailly abrégé)
couronner ou ceindre de nouveau.
Étymologie: ἐξ, ἀναστέφω.
Spanish (DGE)
coronar fig. θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῷ κομήτην αὖθις ἐξανέστεφον E.Ba.1055.
Greek Monolingual
ἐξαναστέφω (Α)
στολίζω με στεφάνι, στεφανώνω («θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῷ κομήτην αὖθις ἐξανέστεφον», Ευρ.).
Greek Monotonic
ἐξαναστέφω: μέλ. -ψω, στεφανώνω με στεφάνια λουλουδιών, σε Ευρ.