ἐπισιτίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπισιτιοῦμαι, <i>part. ion.</i> ἐπισιτιεύμενος;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> s’approvisionner de vivres <i>ou</i> de fourrage : [[ἐκ]] κώμης HDT dans un village ; <i>fig.</i> πρὸς σοφιστείαν PLUT s’approvisionner d’arguments contre la sophistique ; [[ψήφισμα]] ARSTT se munir d’un décret;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> prendre comme provision, s’approvisionner de : [[ἄριστον]] THC, [[ἀργύριον]] XÉN se pourvoir d’un dîner, d’argent;<br /><b>2</b> fournir des provisions à, approvisionner : τὸ [[στράτευμα]] XÉN l’armée.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], σιτίζομαι.
|btext=<i>f.</i> ἐπισιτιοῦμαι, <i>part. ion.</i> ἐπισιτιεύμενος;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> s’approvisionner de vivres <i>ou</i> de fourrage : [[ἐκ]] κώμης HDT dans un village ; <i>fig.</i> πρὸς σοφιστείαν PLUT s’approvisionner d’arguments contre la sophistique ; [[ψήφισμα]] ARSTT se munir d’un décret;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> prendre comme provision, s’approvisionner de : [[ἄριστον]] THC, [[ἀργύριον]] XÉN se pourvoir d’un dîner, d’argent;<br /><b>2</b> fournir des provisions à, approvisionner : τὸ [[στράτευμα]] XÉN l’armée.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], σιτίζομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπισῑτίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, Ιων. <i>-ιεῦμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> Μέσ., εφοδιάζομαι με τρόφιμα ή ζωοτροφές, [[ξηρά]] [[τροφή]] για τα ζώα (δηλ. με άχυρα), σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., ἐπ. [[ἄριστον]], [[προγευματίζω]], στον ίδ.· ἐπισ. [[ἀργύριον]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ., [[εφοδιάζω]] με προμήθειες, [[τροφοδοτώ]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 19:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισῑτίζομαι Medium diacritics: ἐπισιτίζομαι Low diacritics: επισιτίζομαι Capitals: ΕΠΙΣΙΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: episitízomai Transliteration B: episitizomai Transliteration C: episitizomai Beta Code: e)pisiti/zomai

English (LSJ)

fut.Att.

   A -ιοῦμαι Philostr.VA6.15, Ion.-ιεῦμαι Hdt. 9.50:—furnish oneself with food or provender, Id.I.c., Th.8.101, cf. X.Vect.4.48; ἐ. ἐκ τῆς κώμης Hdt.7.176; ἐκεῖθεν Th.6.94; εἶχον οὐδὲν ὅτου ἂν ἐπισιτίσαιντο D.50.53, cf. Arist.Rh.1411a9.    2. c.acc. rei, ἐ. ἄριστον provide oneself with... Th.8.95; ἀργύριον ἐ. εἰς τὴν πορείαν X.An.7.1.7; κλεψύδραν Philostr.VS2.10.1.    3. metaph., . πρὸς σοφιστείαν store oneself for sophistry, Plu.2.78f.    II. = παρασιτέω, Pherecr.32.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισῑτίζομαι: μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι, Ἰων. -ιεῦμαι, Ἡρόδ. 9. 50· μεταγεν. -ίσομαι, Ἀρρ. Ἀν. 3. 30: Μέσ.: - ἐφοδιάζω ἐμαυτὸν μὲ τροφάς, λαμβάνω ἐφόδια, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 8. 101, πρβλ. Ξεν. Πόροι 4, 48· ἐπ. ἐκ τῆς κώμης Ἡρόδ. 7. 176· ἐπ. τῇ στρατιᾷ Θουκ. 6. 94· εἶχον οὐδὲν ὅπου ἂν ἐπισιτίσαιντο Δημ. 1223. 8· παρακαλῶν ποτε τοὺς Ἀθηναίους εἰς Εὔβοιαν ἐπισιτισαμένους Ἀριστ. Ρήτ. 3. 10, 7. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἄριστον ἐπισιτιζόμενοι, προμηθευόμενοι ἄριστον, Θουκ. 8. 95· οἱ στρατιῶται ἤχθοντο ὅτι οὐκ εἶχον ἀργύριον ἐπισιτίζεσθαι εἰς τὴν πορείαν, ν’ ἀγοράσωσι τροφὰς διὰ τὴν πορείαν, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 7. 3) μεταφ., ἐπισιτίζονται πρὸς σοφιστείαν, λαμβάνουσι τὰ ἀπαιτούμενα ἐφόδια πρὸς σοφιστείαν, Πλούτ. 2. 78F. ΙΙ. = παρασιτέω, Φερεκρ. ἐν «Γραυσὶ» 1.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπισιτιοῦμαι, part. ion. ἐπισιτιεύμενος;
I. intr. s’approvisionner de vivres ou de fourrage : ἐκ κώμης HDT dans un village ; fig. πρὸς σοφιστείαν PLUT s’approvisionner d’arguments contre la sophistique ; ψήφισμα ARSTT se munir d’un décret;
II. tr. 1 prendre comme provision, s’approvisionner de : ἄριστον THC, ἀργύριον XÉN se pourvoir d’un dîner, d’argent;
2 fournir des provisions à, approvisionner : τὸ στράτευμα XÉN l’armée.
Étymologie: ἐπί, σιτίζομαι.

Greek Monotonic

ἐπισῑτίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, Ιων. -ιεῦμαι·
1. Μέσ., εφοδιάζομαι με τρόφιμα ή ζωοτροφές, ξηρά τροφή για τα ζώα (δηλ. με άχυρα), σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
2. με αιτ. πράγμ., ἐπ. ἄριστον, προγευματίζω, στον ίδ.· ἐπισ. ἀργύριον, σε Ξεν.
3. με αιτ. προσ., εφοδιάζω με προμήθειες, τροφοδοτώ, στον ίδ.