κραδία: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κραδία]], ἡ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) η [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[καρδία]]].
|mltxt=[[κραδία]], ἡ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) η [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[καρδία]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρᾰδία:''' ἡ, Δωρ. αντί [[κραδίη]], που είναι Επικ. αντί [[καρδία]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰδία Medium diacritics: κραδία Low diacritics: κραδία Capitals: ΚΡΑΔΙΑ
Transliteration A: kradía Transliteration B: kradia Transliteration C: kradia Beta Code: kradi/a

English (LSJ)

ἡ, Dor. for κραδίη, also in Trag.;

   A v. καρδία.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰδία: ἡ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κραδίη, ὡσαύτως παρὰ Τραγ.· ἴδε ἐν λέξ. καρδία.

French (Bailly abrégé)

poét. c. καρδία.

English (Slater)

κρᾰδία (cf. καρδία.)
   1 heart met. εὐθὺς δ' ἀπήμων κραδία κᾶδος ἀμφ ἀλλότριον (Er. Schmid: καρδία codd.) (N. 1.54) ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (Tric.: καρδίᾳ codd.) (N. 11.10)

Greek Monolingual

κραδία, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) η καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρδία].

Greek Monotonic

κρᾰδία: ἡ, Δωρ. αντί κραδίη, που είναι Επικ. αντί καρδία.