προθεραπεύω: Difference between revisions
νὴ Δί᾿, ὦ φίλη γύναι, λεγε → yes, dear lady, speak | yes, dear lady, do speak up
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[προπαρασκευάζω]], [[προετοιμάζω]]<br /><b>2.</b> [[κολακεύω]] [[προηγουμένως]] («τοῡ δήμου προθεραπεύειν καὶ ὑποδύεσθαι τοὺς δυνατούς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[θεραπεύω]] [[προηγουμένως]]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[προπαρασκευάζω]], [[προετοιμάζω]]<br /><b>2.</b> [[κολακεύω]] [[προηγουμένως]] («τοῡ δήμου προθεραπεύειν καὶ ὑποδύεσθαι τοὺς δυνατούς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[θεραπεύω]] [[προηγουμένως]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προθερᾰπεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ετοιμάζω]] από [[πριν]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[περιποιούμαι]] από [[πριν]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A prepare beforehand, ἔρια (for dyeing) Pl.R.429e; π. ἑαυτῷ τὸν ἀκροατήν Ulp.Proll.D.; τῇ ῥητορικῇ Aristid.2.104 J.:— Pass., Thphr.HP7.3.5. II court beforehand, τινα J.AJ6.14.4; τοὺς δυνατούς Plu.Alc.25: metaph., π. ἐλπίδα οἷα πυλωρόν Ph.2.3. III Medic., treai first, Ruf.Fr.72 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 723] vorher bedienen, besorgen, vorbereiten; Plat. Rep. VI, 429 e; Plut. Alc. 25.
Greek (Liddell-Scott)
προθεραπεύω: προπαρασκευάζω, ἔρια (πρὸς βαφὴν) Πλάτ. Πολ. 429Ε· πρ. ἑαυτῷ τὸν ἀκροατὴν Οὐλπ. προλεγ. εἰς Δημ. ΙΙ. περιποιοῦμαι προηγουμένως, τοὺς δυνατοὺς Πλουτ. Ἀλκ. 25.
French (Bailly abrégé)
1 préparer en vue de;
2 user à l’avance de ménagements envers, acc..
Étymologie: πρό, θεραπεύω.
Greek Monolingual
Α
1. προπαρασκευάζω, προετοιμάζω
2. κολακεύω προηγουμένως («τοῡ δήμου προθεραπεύειν καὶ ὑποδύεσθαι τοὺς δυνατούς», Πλούτ.)
3. θεραπεύω προηγουμένως.
Greek Monotonic
προθερᾰπεύω: μέλ. -σω,
I. ετοιμάζω από πριν, σε Πλάτ.
II. περιποιούμαι από πριν, σε Πλούτ.