καταλοάω: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-οῶ;<br />écraser sur l’aire ; <i>fig.</i> abîmer, rouer de coups.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀλοάω]].
|btext=-οῶ;<br />écraser sur l’aire ; <i>fig.</i> abîmer, rouer de coups.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀλοάω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατᾰλοάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σπάω]] σε κομμάτια, [[τελειώνω]], σε Ξεν., Αισχίν.
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰλοάω Medium diacritics: καταλοάω Low diacritics: καταλοάω Capitals: ΚΑΤΑΛΟΑΩ
Transliteration A: kataloáō Transliteration B: kataloaō Transliteration C: kataloao Beta Code: kataloa/w

English (LSJ)

   A crush in pieces, make an end of, c. acc., X.Cyr.7.1.31, Aeschin.2.140:—Pass., κατηλόηται Eub.15.5; τὴν ὀφρὺν κατηλοημένος Luc.Icar.15; cf. καταλοιάω.

German (Pape)

[Seite 1361] (s. ἀλοάω), zerdreschen, zermakmen, zerprügeln; Eubul. Ath. XIV, 622 e; τῇ ῥύμῃ τῇ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας κατηλόων Xen. Cyr. 7, 1, 31; τοὺς ὁμήρους κατηλόησαν Aesch. 2, 140; κατηλοημένος τὴν ὀφρύν Luc. Icarom. 15.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰλοάω: μέλλ. -ήσω, κατασυντρίβω εἰς τεμάχια, ὡς ἐν τῷ ἁλωνίῳ, ἁλωνίζω, «στουμπίζω», συντελῶ, τελειώνω, μετ’ αἰτιατ., τῇ ρύμῃ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας κατηλόων Ξεν. Κύρ. 7. 1, 31, τοὺς ὁμήρους κατηλόησαν Αἰσχίν. 46. 36.- Παθ., κατηλόηται, κατατέτριπται, Εὔβουλ. ἐν «Αὐγ.»1. 5 τὴν ὀφρῦν κατηλοημένος Λουκ. Ἰκαρ. 15· («οὐχὶ ἁπλῶς κτείνω, ἀλλὰ ξύλοις παίων· ἀφ’ ὧν καὶ πατραλοίας ὁ τὸν πατέρα κτείνων» Φώτ. 149, 9).

French (Bailly abrégé)

-οῶ;
écraser sur l’aire ; fig. abîmer, rouer de coups.
Étymologie: κατά, ἀλοάω.

Greek Monotonic

κατᾰλοάω: μέλ. -ήσω, σπάω σε κομμάτια, τελειώνω, σε Ξεν., Αισχίν.