ναυφθορία: Difference between revisions
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ναυφθορία]]) [[ναύφθορος]]<br />[[φθορά]] ή και [[απώλεια]] πλοίου, [[ναυάγιο]]. | |mltxt=η (Α [[ναυφθορία]]) [[ναύφθορος]]<br />[[φθορά]] ή και [[απώλεια]] πλοίου, [[ναυάγιο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ναυφθορία:''' ἡ, [[ναυάγιο]], [[απώλεια]] πλοίων, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A shipwreck, loss of ships, AP7.73 (Tull. Gem.): pl., Man.1.324.
German (Pape)
[Seite 233] ἡ, Zerstörung, Verlust des Schiffes, Schiffbruch, im plur., Maneth. 1, 324 u. a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ναυφθορία: ἡ, φθορά, ἀπώλεια πλοίων, ναυάγιον, Ἀνθ. Π. 7. 73, Μανέθων 1. 324.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
destruction d’un navire, naufrage.
Étymologie: ναύφθορος.
Greek Monolingual
η (Α ναυφθορία) ναύφθορος
φθορά ή και απώλεια πλοίου, ναυάγιο.