ἕσσα: Difference between revisions
From LSJ
(Autenrieth) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=see [[ἕννῦμι]]. | |auten=see [[ἕννῦμι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἕσσα:''' αόρ. αʹ του <i>ἔννυμι</i>· απαρ. [[ἕσσαι]]· ἑσσάμενος, μτχ. Μέσ. αορ. αʹ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
Ep.aor. 1 Act. of ἕννυμι, inf. ἕσσαι: part. aor. I Med. ἑσσάμενος. II ἕσσαι,=ἕσαι, aor. 1. inf. of ἵζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἕσσα: ἀόρ. α΄ ἐνεργ. τοῦ ἕννυμι, Ὅμ.· ἕσσαι, ἀπαρ., Ὀδ.· ἑσσάμενος, μετοχ. μέσ. ἀόρ. α΄, Ὅμ.· ἀλλά, ΙΙ. ἕσσαι εἶναι ὡσαύτως ποιητ. ἀντὶ ἕσαι, ἀπαρ. ἀορ. τοῦ ἵζω, Πινδ. Π. 4. 486: γ΄ πληθ. ὁριστ. ἀορ. ἕσσαντο αὐτόθι 364. Κατὰ τὸν Veitch τὸ ἕσσαι καὶ ἕσσαντο ἀναφέρονται εἰς ἄχρηστον ἐνεστῶτα ἕω.
French (Bailly abrégé)
ao. de ἕννυμι.
English (Autenrieth)
see ἕννῦμι.
Greek Monotonic
ἕσσα: αόρ. αʹ του ἔννυμι· απαρ. ἕσσαι· ἑσσάμενος, μτχ. Μέσ. αορ. αʹ.