συνθρύπτω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[συντρίβω]], [[θρυμματίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προκαλώ]] [[βαθιά]] [[λύπη]] και [[απογοήτευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θρύπτω]] «[[θρυμματίζω]]»].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[συντρίβω]], [[θρυμματίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προκαλώ]] [[βαθιά]] [[λύπη]] και [[απογοήτευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θρύπτω]] «[[θρυμματίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνθρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[θραύω]] σε κομμάτια, [[κομματιάζω]]· [[συντρίβω]], [[θρυμματίζω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθρύπτω Medium diacritics: συνθρύπτω Low diacritics: συνθρύπτω Capitals: ΣΥΝΘΡΥΠΤΩ
Transliteration A: synthrýptō Transliteration B: synthryptō Transliteration C: synthrypto Beta Code: sunqru/ptw

English (LSJ)

   A break in pieces: crush, τὴν καρδίαν Act.Ap.21.13.

Greek (Liddell-Scott)

συνθρύπτω: συντρίβω, κλαίοντες καὶ συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 13· ἀόρ. β΄ παθ. συνεθρύβη Θεόδ. Πρόδρ. 4. 325.

French (Bailly abrégé)

briser, amollir, énerver.
Étymologie: σύν, θρύπτω.

English (Strong)

from σύν and thrupto (to crumble); to crush together, i.e. (figuratively) to dispirit: break.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. συντρίβω, θρυμματίζω
2. μτφ. προκαλώ βαθιά λύπη και απογοήτευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θρύπτω «θρυμματίζω»].

Greek Monotonic

συνθρύπτω: μέλ. -ψω, θραύω σε κομμάτια, κομματιάζω· συντρίβω, θρυμματίζω, σε Καινή Διαθήκη