νηττάριον: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νηττάριον]], τὸ (Α)<br />(<b>αττ. τ.</b>) <b>βλ.</b> <i>νησσάριον</i>.
|mltxt=[[νηττάριον]], τὸ (Α)<br />(<b>αττ. τ.</b>) <b>βλ.</b> <i>νησσάριον</i>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''νηττάριον:''' [ᾰ], υποκορ. του [[νῆττα]], μικρή [[πάπια]], [[παπάκι]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηττάριον Medium diacritics: νηττάριον Low diacritics: νηττάριον Capitals: ΝΗΤΤΑΡΙΟΝ
Transliteration A: nēttárion Transliteration B: nēttarion Transliteration C: nittarion Beta Code: nhtta/rion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of foreg.,

   A duckling, used as a term of endearment, Ar.Pl.1011, Men.1041.

Greek (Liddell-Scott)

νηττάριον: [ᾰ], ὑποκορ. τοῦ νῆττα, «παπί», «παπάκι», ἐν χρήσει ὡς λέξις τρυφερᾶς ἀγάπης, «παπάκι μου», Ἀριστοφ. Πλ. 1011, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 422.

French (Bailly abrégé)

att. c. νησσάριον.

Greek Monolingual

νηττάριον, τὸ (Α)
(αττ. τ.) βλ. νησσάριον.

Greek Monotonic

νηττάριον: [ᾰ], υποκορ. του νῆττα, μικρή πάπια, παπάκι, σε Αριστοφ.