ἰδεῖν: Difference between revisions

From LSJ

σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy

Source
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἰδεῑν, τὸ (Μ)<br /><b>1.</b> [[βλέμμα]], [[ματιά]]<br /><b>2.</b> όψη, [[εμφάνιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένο απρμφ. αορ. β' του ρ. <i>ορώ</i> με σημ. την αφηρημένη [[έννοια]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>το [[είναι]] «ύπαρξη»)].
|mltxt=ἰδεῑν, τὸ (Μ)<br /><b>1.</b> [[βλέμμα]], [[ματιά]]<br /><b>2.</b> όψη, [[εμφάνιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένο απρμφ. αορ. β' του ρ. <i>ορώ</i> με σημ. την αφηρημένη [[έννοια]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>το [[είναι]] «ύπαρξη»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰδεῖν:''' απαρ. αορ. βʹ του [[εἶδον]]· Επικ. [[ἰδέειν]]· Δωρ. ἰδέμεν.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδεῖν Medium diacritics: ἰδεῖν Low diacritics: ιδείν Capitals: ΙΔΕΙΝ
Transliteration A: ideîn Transliteration B: idein Transliteration C: idein Beta Code: i)dei=n

English (LSJ)

Ep. ἰδέειν, Dor. ἰδέμεν, aor. 2 inf. of ὁράω,

   A v. εἴδω.

German (Pape)

[Seite 1235] inf. zu εἶδον, aor. von ὁράω.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδεῖν: ἀπαρ. τοῦ ἀορ. β΄ εἶδον˙ Ἐπικ. ἰδέειν Ὅμ.˙ Δωρ. ἰδέμεν Πίνδ.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de εἶδον, v. *εἴδω.

Greek Monolingual

ἰδεῑν, τὸ (Μ)
1. βλέμμα, ματιά
2. όψη, εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο απρμφ. αορ. β' του ρ. ορώ με σημ. την αφηρημένη έννοια (πρβλ. το είναι «ύπαρξη»)].

Greek Monotonic

ἰδεῖν: απαρ. αορ. βʹ του εἶδον· Επικ. ἰδέειν· Δωρ. ἰδέμεν.