ἀνενδοίαστος: Difference between revisions
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνενδοίαστος]], -ον) [[ενδοιάζω]]<br />αυτός που δεν επιδέχεται ενδοιασμούς, εκφράζεται ή γίνεται [[δεκτός]] απερίφραστα. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνενδοίαστος]], -ον) [[ενδοιάζω]]<br />αυτός που δεν επιδέχεται ενδοιασμούς, εκφράζεται ή γίνεται [[δεκτός]] απερίφραστα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνενδοίαστος:''' -ον ([[ἐνδοιάζω]]), [[αναμφίβολος]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unhesitating, Ph.1.440, 2.36; indubitable, Id.1.302, al., Luc.Herm.67; unambiguous, Anon.in SE61.15: Gramm., unquestionably correct, ἀ. καὶ ὑγιές A.D. Synt.21.1. Adv. -τως 218.19; without doubt, Ph.2.319; unhesitatingly, unequivocally, 1.351,POxy.138.25 (610 A.D.).
German (Pape)
[Seite 223] unbezweifelt. Luc. Hermot. 67.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνενδοίαστος: -ον, ὁ μὴ ἐνδοιαζόμενος, ἀναμφίβολος, Λουκ. Ἑρμότ. 67, Πολυδ. Ε. 151. ― Ἐπίρρ. -τως Ἡλιόδ. 7. 296, Πολυδ. Ε. 152.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non douteux, indubitable.
Étymologie: ἀ, ἐνδοιάζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 de que no se duda, firme γνώμη Ph.1.440
•que no ofrece duda, indudable μετάστασις Ph.2.36, ἀπόδειξις Ph.1.302, τοῦτο αὐτὸ οὐκ ἀνενδοίαστον ἀποφαίνεις Luc.Herm.67
•no ambiguo ἀπόκρισις Anon.in SE 61.15
•gram. de palabras incuestionable τὸ μὲν ἀνενδοίαστον καὶ ὑγιὲς Ἀλεξανδρεύς lo incuestionable y lo correcto es la forma Ἀλεξανδρεύς A.D.Synt.21.1, cf. 93.15, 208.27, 281.19
•incuestionable, indudable τὴν Καίσαρος ἀρετὴν καὶ πίστιν ... ἀνενδοίαστον γενομένην I.AI 17.246.
2 adv. -ως indudablemente, incuestionablemente, sin duda ἀνενδοιάστως ἀνδροφόνον εἶναι Ph.2.319, ἐλέσθαι Ph.1.351, cf. Hsch.
•sin vacilar ἀνενδοιάστως φάγε τὸ σῶμα Gr.Naz.M.36.649C, πιστεύεται Iambl.Protr.20 (p.96).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνενδοίαστος, -ον) ενδοιάζω
αυτός που δεν επιδέχεται ενδοιασμούς, εκφράζεται ή γίνεται δεκτός απερίφραστα.
Greek Monotonic
ἀνενδοίαστος: -ον (ἐνδοιάζω), αναμφίβολος, σε Λουκ.