χρυσεοσάνδαλος: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
(47b)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χρυσεοσάμβαλος]], -ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[χρυσοσάνδαλος]].
|mltxt=και [[χρυσεοσάμβαλος]], -ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[χρυσοσάνδαλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσεοσάνδᾰλος:''' -ον, αυτός που έχει χρυσά σανδάλια, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσεοσάνδᾰλος Medium diacritics: χρυσεοσάνδαλος Low diacritics: χρυσεοσάνδαλος Capitals: ΧΡΥΣΕΟΣΑΝΔΑΛΟΣ
Transliteration A: chryseosándalos Transliteration B: chryseosandalos Transliteration C: chryseosandalos Beta Code: xruseosa/ndalos

English (LSJ)

ον,

   A with sandals of gold, ἴχνος χ. the step of golden sandals, E. l. c., IA1042 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1379] mit goldenen Sohlen, ἴχνος, Eur. Or. 1468 I. A. 1042.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεοσάνδᾰλος: -ον, ὁ ἔχων σανδάλια ἐκ χρυσοῦ, ἴχνος χρ. Εὐρ. Ὀρ. 1468, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1042.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux sandales d’or.
Étymologie: χρυσός, σάνδαλον.

Greek Monolingual

και χρυσεοσάμβαλος, -ον, Α
(ποιητ. τ.) βλ. χρυσοσάνδαλος.

Greek Monotonic

χρῡσεοσάνδᾰλος: -ον, αυτός που έχει χρυσά σανδάλια, σε Ευρ.