καταπετρόω: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />lapider.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πετρόω]].
|btext=-ῶ :<br />lapider.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πετρόω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταπετρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[λιθοβολώ]] [[μέχρι]] θανάτου, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπετρόω Medium diacritics: καταπετρόω Low diacritics: καταπετρόω Capitals: ΚΑΤΑΠΕΤΡΟΩ
Transliteration A: katapetróō Transliteration B: katapetroō Transliteration C: katapetroo Beta Code: katapetro/w

English (LSJ)

   A stone to death, X.An.1.3.2 (Pass.).    II throw down from a rock, Str.3.3.7.

German (Pape)

[Seite 1369] mit Steinen bedecken, zu Tode steinigen; Xen. An. 1, 3, 2; Strab. III, 155.

Greek (Liddell-Scott)

καταπετρόω: λιθοβολῶν φονεύω ἢ ἐπισωρεύων ἐπ’ αὐτοῦ πέτρας ἐξαφανίζω, ἐξέφυγε τοῦ μὴ καταπετρωθῆναι Ξεν. Ἀν. 1. 3, 2· πρβλ. καταλιθόω. ΙΙ. καταρρίπτω ἔκ τινος βράχου (ἐκ πετρῶν) τοὺς θανατουμένους καταπετροῦσι, τοὺς δὲ πατραλοίας ἔξω τῶν ὅρων ἢ τῶν πόλεων καταλεύουσιν Στράβ. 3. σ. 155.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
lapider.
Étymologie: κατά, πετρόω.

Greek Monotonic

καταπετρόω: μέλ. -ώσω, λιθοβολώ μέχρι θανάτου, σε Ξεν.