ἐπύλλιον: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />petit vers.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ἔπος]]. | |btext=ου (τό) :<br />petit vers.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ἔπος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπύλλιον:''' τό, υποκορ. του [[ἔπος]], μικρό [[έπος]], [[κομμάτι]], [[απομεινάρι]], [[ψήγμα]] ποίησης, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 30 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of ἔπος,
A versicle, scrap of poetry, Ar.Ach.398, Pax532,Ra.942. II short epic poem, Ath.2.65a.
German (Pape)
[Seite 1013] τό, dim. zu ἔπος, kleines Epos, Ath. IL, 65 a; übh. kleines Liedchen, Verschen, Ar. Ach. 398 Pax 522.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπύλλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἔπος, μικρὸν ἔπος, Ἀθήν. 65Α· ποιημάτιον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 398, Εἰρ. 532, Βάτρ. 942. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπυλλίοις· στίχοις».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit vers.
Étymologie: dim. de ἔπος.
Greek Monotonic
ἐπύλλιον: τό, υποκορ. του ἔπος, μικρό έπος, κομμάτι, απομεινάρι, ψήγμα ποίησης, σε Αριστοφ.