μωμητός: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μωμητός]], -ή, -όν (Α) [[μωμώμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[άξιος]] ψόγου, [[μεμπτός]], αξιοκατάκριτος<br /><b>2.</b> [[δυσμενής]]. | |mltxt=[[μωμητός]], -ή, -όν (Α) [[μωμώμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[άξιος]] ψόγου, [[μεμπτός]], αξιοκατάκριτος<br /><b>2.</b> [[δυσμενής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μωμητός:''' -ή, -όν ([[μωμάομαι]]), αξιοκατάκριτος, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A to be blamed, A.Th. 508, Luc.Alex.3. 2 bringing disgrace, ἀστήρ Cat.Cod.Astr.2.163.
German (Pape)
[Seite 225] tadelnswerth, Aesch. Spt. 490 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μωμητός: -ή, -όν, ἄξιος ψόγου, ψεκτός, μεμπτός, Αἰσχύλ. Θήβ. 508.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
blâmable.
Étymologie: μωμάομαι.
Greek Monolingual
μωμητός, -ή, -όν (Α) μωμώμαι
1. αυτός που είναι άξιος ψόγου, μεμπτός, αξιοκατάκριτος
2. δυσμενής.
Greek Monotonic
μωμητός: -ή, -όν (μωμάομαι), αξιοκατάκριτος, σε Αισχύλ.