Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιλάμπελος: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που αγαπά την άμπελο<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[τόπο]]) αυτός που έχει [[πολλά]] αμπέλια ή αμπελώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄμπελος]].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που αγαπά την άμπελο<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[τόπο]]) αυτός που έχει [[πολλά]] αμπέλια ή αμπελώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄμπελος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φιλάμπελος:''' -ον, αυτός που αγαπά το [[κλήμα]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φιλάμπελος Medium diacritics: φιλάμπελος Low diacritics: φιλάμπελος Capitals: ΦΙΛΑΜΠΕΛΟΣ
Transliteration A: philámpelos Transliteration B: philampelos Transliteration C: filampelos Beta Code: fila/mpelos

English (LSJ)

ον,

   A loving the uine, θεῶν φιλαμπελωτάτη Ar.Pax308 (troch.), cf. Nonn.D.12.41.    II rich in vineyards, D.H.1.37.

German (Pape)

[Seite 1274] den Weinstock liebend, reich an Weinstöcken; φιλαμπελωτάτη θεός Ar. Pax 308; sp. D., wie Nonn. D. 12, 42; χωρία D. Hal. 1, 37.

Greek (Liddell-Scott)

φιλάμπελος: -ον, ὁ φιλῶν τὴν ἄμπελον, τὴν θεῶν πασῶν μεγίστην καὶ φιλαμπελωτάτην Ἀριστοφ. Εἰρ. 308. ΙΙ. ὁ περιέχων ἀφθόνους ἀμπέλους ἢ ἀμπελῶνας, Διον. Ἁλ. 1. 37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui aime la vigne;
2 riche en vignes.
Étymologie: φίλος, ἄμπελος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά την άμπελο
αρχ.
(για τόπο) αυτός που έχει πολλά αμπέλια ή αμπελώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἄμπελος.

Greek Monotonic

φιλάμπελος: -ον, αυτός που αγαπά το κλήμα, σε Αριστοφ.