ὁμογάλακτες: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμογάλακτες]], οἱ (Α)<br /><b>1.</b> άτομα που έχουν ανατραφεί [[μαζί]], που έχουν θηλάσει το ίδιο [[γάλα]], [[χωρίς]] όμως να [[είναι]] εξ αίματος αδέλφια<br /><b>2.</b> άτομα που κατάγονταν από την [[ίδια]] [[οικογένεια]] ή [[φυλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πληθ. ενός αμάρτυρου τ. <i>ομογάλαξ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γάλαξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[γάλα]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεο</i>-[[γάλαξ]].
|mltxt=[[ὁμογάλακτες]], οἱ (Α)<br /><b>1.</b> άτομα που έχουν ανατραφεί [[μαζί]], που έχουν θηλάσει το ίδιο [[γάλα]], [[χωρίς]] όμως να [[είναι]] εξ αίματος αδέλφια<br /><b>2.</b> άτομα που κατάγονταν από την [[ίδια]] [[οικογένεια]] ή [[φυλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πληθ. ενός αμάρτυρου τ. <i>ομογάλαξ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γάλαξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[γάλα]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεο</i>-[[γάλαξ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμογάλακτες:''' οἱ ([[γάλα]]), πρόσωπα που έχουν θηλάσει το ίδιο [[γάλα]], θετοί αδελφοί ή αδελφές, προερχόμενοι από την [[ίδια]] [[οικογένεια]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμογάλακτες Medium diacritics: ὁμογάλακτες Low diacritics: ομογάλακτες Capitals: ΟΜΟΓΑΛΑΚΤΕΣ
Transliteration A: homogálaktes Transliteration B: homogalaktes Transliteration C: omogalaktes Beta Code: o(moga/laktes

English (LSJ)

[γᾰ], οἱ,

   A persons suckled with the same milk, foster-brothers or sisters : hence, like γεννῆται, clansmen, tribesmen, Arist.Pol.1252b18, Philoch.91 : nom. sg. ὁμογάλακτος in Longus 4.9. (Spelt ὁμογάλακες in Philoch. ap. Sch.Patm.D. inBCH1.152, perh. rightly, cf. γάλα.)

Greek (Liddell-Scott)

ὁμογάλακτες: οἱ, οἱ θηλάσαντες τὸ αὐτὸ γάλα· ἀκολούθως ὡς τὸ γεννῆται, οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς οἰκογενείας ἢ φυλῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 6. Φιλόχορος 91, πρβλ. Arnold Θουκ. τόμ. 1. παράρτ. 3· - ὁ Λόγγ. 4. 9 ἔχει τὴν ἀσυνήθη ὀνομ. ὁμογάλακτος. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 171.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
parents par le sang ; LSJ frères de lait, demi-frères, demi-sœurs.
Étymologie: ὁμός, γάλα.

Greek Monolingual

ὁμογάλακτες, οἱ (Α)
1. άτομα που έχουν ανατραφεί μαζί, που έχουν θηλάσει το ίδιο γάλα, χωρίς όμως να είναι εξ αίματος αδέλφια
2. άτομα που κατάγονταν από την ίδια οικογένεια ή φυλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. ενός αμάρτυρου τ. ομογάλαξ < ομ(ο)- + -γάλαξ (< γάλα), πρβλ. νεο-γάλαξ.

Greek Monotonic

ὁμογάλακτες: οἱ (γάλα), πρόσωπα που έχουν θηλάσει το ίδιο γάλα, θετοί αδελφοί ή αδελφές, προερχόμενοι από την ίδια οικογένεια, σε Αριστ.