ἰχνελάτης: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ἰχνηλάτης]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ἰχνηλάτης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰχνελάτης:''' -ου, ὁ, αυτός που ακολουθεί τα χνάρια, [[ιχνηλάτης]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
English (LSJ)
A v. ἰχνηλάτης.
German (Pape)
[Seite 1276] ὁ, = ἰχνηλάτης; τετραπόδων Zosim. 1 (VI, 183); θιάσων Ep. ad. 353 (Plan. 289).
Greek (Liddell-Scott)
ἰχνελάτης: ἴδε ἐν λ. ἰχνηλάτης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. ἰχνηλάτης.
Greek Monotonic
ἰχνελάτης: -ου, ὁ, αυτός που ακολουθεί τα χνάρια, ιχνηλάτης, σε Ανθ.