ληξιαρχικός: Difference between revisions
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
(23) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ληξιαρχικός]], -ή, -όν) [[ληξίαρχος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ληξίαρχο ή στο [[ληξιαρχείο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χρησιμεύει για [[βεβαίωση]] γεγονότων σχετικών με την αστική [[κατάσταση]] τών πολιτών, όπως γεννήσεων, βαπτίσεων, θανάτων, γάμων διαζυγίων (α. «ληξιαρχικές πράξεις» — πράξεις που έχουν ως [[αντικείμενο]] τη [[βεβαίωση]] γέννησης, βάπτισης, γάμου ή θανάτου<br />β. «ληξιαρχικά βιβλία» — βιβλία στα οποία καταχωρίζονται οι ληξιαρχικές πράξεις)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ληξιαρχικὸν γραμματεῑον» — ο [[επίσημος]] [[κατάλογος]] τών πολιτών [[κάθε]] αθηναϊκού δήμου. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ληξιαρχικός]], -ή, -όν) [[ληξίαρχος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ληξίαρχο ή στο [[ληξιαρχείο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χρησιμεύει για [[βεβαίωση]] γεγονότων σχετικών με την αστική [[κατάσταση]] τών πολιτών, όπως γεννήσεων, βαπτίσεων, θανάτων, γάμων διαζυγίων (α. «ληξιαρχικές πράξεις» — πράξεις που έχουν ως [[αντικείμενο]] τη [[βεβαίωση]] γέννησης, βάπτισης, γάμου ή θανάτου<br />β. «ληξιαρχικά βιβλία» — βιβλία στα οποία καταχωρίζονται οι ληξιαρχικές πράξεις)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ληξιαρχικὸν γραμματεῑον» — ο [[επίσημος]] [[κατάλογος]] τών πολιτών [[κάθε]] αθηναϊκού δήμου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ληξιαρχικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει στον <i>ληξίαρχον</i>· τὸ ληξιαρχικὸν [[γραμματεῖον]], [[δημόσιος]] [[κατάλογος]] δημοτών ([[μητρώο]]) [[κάθε]] Αθηναϊκού δήμου, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A belonging to the ληξίαρχος: τὸ λ. γραμματεῖον the register of each Athenian deme, IG12.79.6, Is.7.27, D.44.35, Lycurg.76, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ληξιαρχικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸν ληξίαρχον· - τὸ λ. γραμματεῖον, ὁ δημόσιος κατάλογος ἑκάστου Ἀθηναϊκοῦ δήμου, εἰς ὃν τὰ ὀνόματα τῶν μελῶν (τῶν δημοτῶν) ἐνεγράφοντο ὅτε ἤρχοντο εἰς νόμιμον ἡλικίαν καὶ τοῦ ὁποίου τὴν φροντίδα εἶχεν ὁ δήμαρχος, Συλλ. Ἐπιγρ. 80, Ἰσαῖ. 66. 14, Δημ. 1091. 9, κτλ.· πρβλ. Schömann Comit. εἰς Ἀθήν. σ. 379. - Κατὰ τὸν Ἁρποκ. «ληξιαρχικὸν γραμματεῖον... εἰς ὃ ἐνεγράφοντο οἱ τελεωθέντες τῶν παίδων, οἷς ἐξῆν ἤδη τὰ πατρῷα οἰκονομεῖν, παρ’ ὃ καὶ τοὔνομα γεγονέναι, διὰ τὸ τῶν λήξεων ἄρχειν· λήξεις δ’ εἰσὶν οἵ τε κλῆροι καὶ αἱ οὐσίαι».
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ληξιαρχικός, -ή, -όν) ληξίαρχος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ληξίαρχο ή στο ληξιαρχείο
νεοελλ.
αυτός που χρησιμεύει για βεβαίωση γεγονότων σχετικών με την αστική κατάσταση τών πολιτών, όπως γεννήσεων, βαπτίσεων, θανάτων, γάμων διαζυγίων (α. «ληξιαρχικές πράξεις» — πράξεις που έχουν ως αντικείμενο τη βεβαίωση γέννησης, βάπτισης, γάμου ή θανάτου
β. «ληξιαρχικά βιβλία» — βιβλία στα οποία καταχωρίζονται οι ληξιαρχικές πράξεις)
αρχ.
φρ. «ληξιαρχικὸν γραμματεῑον» — ο επίσημος κατάλογος τών πολιτών κάθε αθηναϊκού δήμου.
Greek Monotonic
ληξιαρχικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει στον ληξίαρχον· τὸ ληξιαρχικὸν γραμματεῖον, δημόσιος κατάλογος δημοτών (μητρώο) κάθε Αθηναϊκού δήμου, σε Δημ.