σχισμός: Difference between revisions
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ [[σχίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ορυκτ.-κρυσταλλ.) η [[τάση]] μιας κρυσταλλικής ουσίας να αποχωρίζεται σε τεμάχη που ορίζονται από επίπεδες επιφάνειες<br /><b>αρχ.</b><br />[[σχίσιμο]], [[πληγή]] («ἐμοὶ δὲ μίμνει σχισμὸς ἀμφήκει δορί», <b>Αισχύλ.</b>). | |mltxt=ο, ΝΑ [[σχίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ορυκτ.-κρυσταλλ.) η [[τάση]] μιας κρυσταλλικής ουσίας να αποχωρίζεται σε τεμάχη που ορίζονται από επίπεδες επιφάνειες<br /><b>αρχ.</b><br />[[σχίσιμο]], [[πληγή]] («ἐμοὶ δὲ μίμνει σχισμὸς ἀμφήκει δορί», <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σχισμός:''' ὁ, [[ενέργεια]], [[πράξη]] σχισίματος, [[σκίσιμο]], κόμιψο, [[τομή]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A cleaving, A.Ag.1149, Placit.3.3.3.
German (Pape)
[Seite 1056] ὁ, das Spalten, Zerschneiden, Zethauen; δορί, das Tödten, Aesch. Ag. 1120; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σχισμός: ὁ, σχίσις, σχίσιμον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1149, Πλούτ. 2. 893Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de fendre, de déchirer.
Étymologie: σχίζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ σχίζω
νεοελλ.
(ορυκτ.-κρυσταλλ.) η τάση μιας κρυσταλλικής ουσίας να αποχωρίζεται σε τεμάχη που ορίζονται από επίπεδες επιφάνειες
αρχ.
σχίσιμο, πληγή («ἐμοὶ δὲ μίμνει σχισμὸς ἀμφήκει δορί», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
σχισμός: ὁ, ενέργεια, πράξη σχισίματος, σκίσιμο, κόμιψο, τομή, σε Αισχύλ.