ὁλμοποιός: Difference between revisions
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁλμοποιός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει όλμους, δηλ. γουδιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅλμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | |mltxt=[[ὁλμοποιός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει όλμους, δηλ. γουδιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅλμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁλμοποιός:''' ([[ποιέω]]), αυτός που κατασκευάζει γουδιά, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A maker of mortars, Arist.Pol. 1275b28.
German (Pape)
[Seite 324] Mörser machend, Arist. pol. 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλμοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ὅλμους, ἰγδία, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 2, 2.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant de mortiers.
Étymologie: ὅλμος, ποιέω.
Greek Monolingual
ὁλμοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει όλμους, δηλ. γουδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλμος + -ποιός].
Greek Monotonic
ὁλμοποιός: (ποιέω), αυτός που κατασκευάζει γουδιά, σε Αριστ.